Η ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Στους δρόμους που γκιζέριζα
καθώς γιουδαίοι και ατσίγγανοι
ό,τι έσπερνες εθέριζα,
αβαγιανούς και ρίγανη.
Έστρωνες το κρεβάτι μου
στα χέρια σου και στα σπαθιά,
κι έγερνα εγώ και τ’ άτι μου,
βαθύζωνη κι αλοταριά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ
ΓΚΕΜΜΑ «Η Ελένη της Σπάρτης» (206 – 207)
ΚΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ
Στους δρόμους που γκιζέριζα
καθώς Γιουδαίοι κι Ατσίγγανοι
τα φύτευες εθέριζα
αβαγιανούς και ρίγανη.
Έσιαζες το κρεββάτι μου
μέσ’ στα λυμένα σου μαλλιά
κι έγερνα δίχως τ’ άτι μου,
χήνα, καλή μου, αλοταριά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ
ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ ( 40 )
"ΕΙΝΑΙ λογής παλικαριές, είναι και λογής παλικάρια. Το κάθε τι στη ζωή το αγναντεύεις και το χαίρεσαι μέσα στον περίγυρό του.
Όμως μέσα του είναι κ' ένας σκοπός που το κυβερνά, κι αυτός είναι που του δίνει το νόημά του. Κάθε καρπός θέλει τη γης και το κλίμα του για να μελώσει, θέλει κ' ένα στόμα να τον βυζάξει. Κάθε καράβι θέλει τα νερά του για να πλέψει, όμως η μοίρα του, εκεί σ' ένα μακρινό λιμάνι στέκεται και το καρτερεί. Έτσ' είναι.
Μόνο το Βασίλη τον Αρβανίτη, που στάθηκε μέσα στα παιδιάτικά μου όνειρα ο αρχάγγελος της παλικαριάς, τόσα χρόνια περνούσαν από πάνω μου, μέστωναν τη στόχασή μου, και μολαταύτα δε μπορούσα να καταλάβω το θάμα της ορμής του. Τι γύρευε, πού τραβούσε και τι πίστευε. Και μόνο τώρα, που ωρίμασε ο καημός στην ψυχή και στέριωσε ο καιρός την αντριά μου, τον κατάλαβα.
Σήμερα, από την κορφή της ζωής, γυρίζω τα μάτια προς τα περασμένα, αγναντεύω τους αλλοτινούς ανθρώπους που έφυγαν, ανιστορώ τα πρόσωπα, τις κουβέντες και τα διανέματα. Μια ανάσα ζεστή και γλυκιά, έτσι σαν από ζεστό ψωμί, έρχεται από κει, γλείφει το πρόσωπο, ψιλή φλόγα. Μοσχοβολά αβαγιανούς και ρίγανη, σταφύλια πατημένα και τσακισμένα φύλλα της πικραμυγδαλιάς, που κανένας μας δεν άπλωνε να κόψει τα τσάγαλά της πάνω από τη στέρνα.
Είναι οι αψιές μυρουδιές της θαλασσινής εξοχής και του σπιτιού, που μου στέλνουν τα παιδιάτικα καλοκαίρια. Τα νησιώτικά μου τα καλοκαίρια. Περνούν μπροστά από τα μάτια μου, χτυπημένα απότομα από τα ασημένια σπαθιά των μεσημεριών.
Τραγούδια Αιγαιοπελαγίτικα πάνε κ' έρχουνται, ορμούν σαν τα χελιδόνια γύρω στις κούνιες, που πετάν από δέντρο σε δέντρο. Γεμίζουν βουή τις βάρκες και τις ταβέρνες.
Κάτι αγόρια τα τραγουδάνε, βασανισμένα από τη φαντασία και τα μυστικά τους οράματα. Ακροζυγιάζουνται ξεσκούφωτα πάνω σε πανύψηλους βράχους όρθιους, που έχουν το χρώμα του φρέσκου ατσαλιού και μάλλιασαν οι σκισμές τους από το μούσκλι. Τα πρόσωπα στράφτουν από τη ζωή, μορφάζουν με πάθος, γανωμένα από τ' αλάτι και τον ήλιο. Χουγιάζουν τη θάλασσα κατάμουτρα.
Κι αυτή ξαμολάει κατά πάνω τους κάτι κύματα, στηθάτα αλόγατα. Όλ' αυτά φωσφορίζουν, δονίζουν μαγικά τον αέρα. Οι πνοές έρχουνται και μοσχοβολούν τη μνήμη, σα μακρινές πυρκαγιές από δάσα.
Και μέσα στην καρδιά αυτού του μαγικού κόσμου, στέκεται τροπαιοφόρος ένας ξανθός παλίκαρος. Πότε χαμογελά καλοσυνάτος και ζευγαρίζει πίσω με τ' άσπρα δάχτυλα κάτι ξανθά μαλλιά σαν από φως. Πότε πάλι συννεφιάζουν τα μαβιά μάτια του. Γίνουνται μολυβιά σα δυο σφαίρες του γκραδιού και το κάτω χείλι ξεβγαίνει με το μορφασμό του ερεθισμένου αγριμιού, που οσμίζεται να χιμήξει.
Σαν τι γύρευε και χτυπιόταν με τόσον καημό η παλικαριά του Βασίλη του Αρβανίτη; Με τους ανθρώπους και με το Θεό χτυπιόταν, με ξένους και δικούς, με το καλό και με το κακό έπιανε αμάχη. Και ποτές δεν έλεγε να καταλαγιάσει ο παραδαρμός του.
Στοχάζουμαι κάτι νερομάνες, που αναβρύζουν ολομόναχες στην ερημιά κάτ΄ από τον ουρανό. Τινάζουν τη δροσιά τους μέσα από την πυρωμένη πέτρα και κανένας δεν είν' εκεί ν' απλώσει τη φούχτα στο χόχλο, ν' ανεστηθεί η καρδιά του. Μήτε άνθρωπος, ούτε θεριό, ουδέ πουλί, μηδέ χορτάρι. Τα νερά τάχατες τραγουδούν για τον εαυτό τους; Η χαρά τους βουίζει μάταια, δίχως να ξεδιψάσει ψυχή;
Ας μην αμαρτάνουμε. Τίποτα δεν πάει στα χαμένα, αφού είναι ο Θεός γυροπερίγυρα και ανασαίνει γαληνά την ειρήνη του. Αυτός τα χαίρεται, πίνει τα νερά κι ανεγαλλιάζει από τη δροσιά η φλογερή καρδιά Του. Είναι απλωμένη η χαρούμενη Παρουσία Του ως και στην πιο απόμερην ερημιά, εκεί που τρίζει ο άμμος μες στη μοναξιά και δε βρίσκει μια χαραμίδα για τη ρίζα της η πιο ταπεινή κάπαρη. Αυτός χαμογελά προς την έρημη πέτρα, που την ψήνει ο ήλιος και μυρίζει θειάφι, την καίγει και θρει μες στο καταμεσήμερο, αφράτη σαν το παξιμάδι.
Τέτοια, λογιάζω, θα ήταν κ' η παλικαριά του Βασίλη του Αρβανίτη. Ανάβρα αχρείαστη για όλο τον κόσμο, αξήγητη για τους ανθρώπους, όμως μεγάλη χαρά μπρος στα μάτια του Θεού, που σπαρταρούσε μέσα του."
ΣΤΡΑΤΗΣ ΜΥΡΙΒΗΛΗΣ «Ο ΒΑΣΙΛΗΣ Ο ΑΡΒΑΝΙΤΗΣ» (κεφάλαιο 1)
Τραγουδώντας Λιαντίνη...
______________________
ΣΧΟΛΙΟ:
Δύο ποιήματα και ένα απόσπασμα από διήγημα. Τα ποιήματα είναι του Δημήτρη Λιαντίνη. Το απόσπασμα από διήγημα του Στρατή Μυριβήλη. Συνδετικός κρίκος; Η φράση "αβαγιανοί και ρίγανη".
Ο Μυριβήλης ήταν αγαπημένος συγγραφέας για το Δημήτρη Λιαντίνη. Τόσο αγαπημένος που την τελευταία νύχτα (31/5/1998 ) πριν την αναχώρησή του, να φροντίσει να αφήσει ένα δικό του βιβλίο στο κομοδίνο του:
απόσπασμα από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (4/6/1998 )
«Tο βιβλίο που είχε στο κομοδίνο του το τελευταίο βράδυ ήταν το «H ζωή εν τάφω» του Mυριβήλη. Tο διάβαζε για τρίτη φορά και όπως συνήθιζε είχε σημειώσει την ημερομηνία σε μια σελίδα μαζί με μια φράση. 31-5-98 «Tην προτεραία της αύριον». Kαι στην τελευταία 31-5-98 «Aύριο είναι η μεγάλη μέρα.
Ξέρουμε πως ο Λιαντίνης είχε πολλούς αγαπημένους συγγραφείς και αμέτρητα βιβλία διαβάσει. Άνθρωπος με πολλά κοινά στοιχεία με το Φάουστ του Γκαίτε, που θα αφήσουμε τον ίδιο να μας τον περιγράψει στις σελίδες της Γκέμμας (σελ 10 )
«Ο δόκτωρ Φάουστ είναι μία ακρότητα ανθρώπου. [...] γέρασε σκυμμένος στις σπουδές και τις μελέτες. Εδιάβασε καράβια τα βιβλία, και αποθήκεψε βουνά τη γνώση.
Ο Φάουστ διόδεψε βήμα το βήμα τους κλασικούς πολιτισμούς. Τις κλασικές γλώσσες τις κατάχτησε στην κορφή και στη ρίζα. Τι Lingua graeca, και τι Lingua latina. Κατάφαγε τα χειρόγραφα των μοναστηριών ως την ώα τους. Και ξεσκόλισε όλα τα παλαιά βιβλία. Από τον Άρατο και τα Φαινόμενα ως τους Πλίνιους και τη Φυσική Ιστορία.
Ο Φάουστ μέσα στις θάλασσες του μυαλού του σέρνει ολάκερη τη νύχτα του Μεσαίωνα. Και όλα τα χρώματα και τις εκρήξεις της Αναγέννησης. Είναι ο παλαιός, και ο νέος. [...]
Ο Φάουστ επικαλέστηκε το πνεύμα της γης. Άνοιξε λογαριασμούς με τις δυνάμεις της φύσης. Εξόρκισε τα δαιμονικά της φαντασίας και ημέρεψε την Κόλαση. Και τότε, κατά τον καιρό και το δίκιο, φανερώθηκε μπροστά του ο διάβολος, που ο Γκαίτε τον εβάφτισε Μεφιστοφελή.
Ο Φάουστ νύχτες και μέρες και χρόνους και εποχές θεράπεψε την επιστήμη και τη σοφία. Φτάνοντας ως τα όρια του νου, ερεύνησε τα φαινόμενα και τα όντα, τις δράσεις του κόσμου, τις πράξεις των ανθρώπων.
Ο Φάουστ το σπουδαστήριό του, εκείνο το στενό και υψίθολο γοτθικό δώμα, τό 'καμε πλανητάριο για τις μακρυνές οράσεις και λαμπορατόριο για τις απειροελάχιστες δομές.»
Όχι, δεν πρέπει να παρεξηγηθεί αυτή η ομοιότητα και να θεωρηθεί ταύτιση. Σε καμία περίπτωση. Τις διαφορές μπορεί κανείς να τις εντοπίσει εύκολα ανοίγοντας τη Γκέμμα και μελετώντας από το Άγιο Πρωτότυπο ολόκληρη την περιγραφή του Φάουστ. Κι αφού την ολοκληρώσει, να ξαναδιαβάσει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου το αυτοβιογραφικό σημείωμα του Λιαντίνη. Το τόσο δωρικό και ταυτόχρονα σιβυλλικό που σε ελάχιστες λέξεις συγκεντρώνει όσα υπήρξε ο Λιαντίνης.
Τότε θα συνειδητοποιήσει πως τυχαία δε γράφτηκαν για το Φάουστ όλα αυτά στις πρώτες σελίδες του βιβλίου. Ενός βιβλίου που ορίζεται από τον ίδιο το συγγραφέα ως κύκνειο άσμα. Και έχει τίτλο μια λέξη που δεν απαντά στα ελληνικά λεξικά: Γκέμμα.
Και από το φόρουμ HOMA EDUCANDUS παραθέτω το ακόλουθο σχόλιο του μέλους Ηρακλή:
«Το βιβλίο λέγεται Γκέμμα, το αστέρι Γκέμμα, όπως σαφέστατα δηλώνει το εξώφυλλο και εξηγεί εισαγωγικά. Γκέμμα είναι ονομασία λατινική, ακόμη και ο Λιαντίνης λατινικό κείμενο δίνει, παραθέτει ως ερμηνεία. Πριν λοιπόν φτάσει κανείς στο οπισθόφυλλο να κοιτάει με απορία τη φωτογραφία εξ Αιγύπτου, ας αναρωτηθεί πρώτα για τον τίτλο στο εξώφυλλο. Γιατί λατινική ονομασία στο κύκνειο άσμα ενός ελληνοέλληνα; Αντε για... δώστε μου εδώ μια καλή εξήγηση!
Από τις χιλιάδες ελληνικές λέξεις δεν του περίσσεψε μία του Λιαντίνη για το τελευταίο του βιβλίο; Αν απαντήσει αυτό, τότε μπορεί να εξηγήσει και γιατί από τις αμέτρητες (σίγουρα) φωτογραφίες του εντός Ελλάδας καμία δε του άρεσε για το τελευταίο βιογραφικό του.
Στους κολλημένους με τις αιγυπτιομανείς θεωρίες τονίζω πως το αστέρι Γκέμμα έχει και αραβική ονομασία. Αλφέκα. Ο Λιαντίνης όμως προτίμησε το Γκέμμα. Και επιπλέον φρόντισε να διακωμωδήσει τη σημερινή Αίγυπτο στις σελίδες της Γκέμμας που ξέπεσε στους καμηλιέρηδες της Γκίζας από τους Φαραώ και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους. Αν και το σημείο έχει περισσότερο το νόημα της κριτικής για τα χάλια της σημερινής Ελλάδας και η Αίγυπτος χρησιμεύει ως αντίστοιχο παράδειγμα. Κι αλλού πάλι θα αποκαλέσει προχειρολόγους και ημιμαθείς όσους λένε πως και οι αιγύπτιοι έκαναν επιστήμη. "Λάθος. Επιστήμη έκαμαν μόνον οι έλληνες", θα τονίσει ο Λιαντίνης κρατώντας αποστάσεις από τέτοιες αντιλήψεις αντιεπιστημονικές.»
Αποστάσεις θα κρατήσει ο Λιαντίνης και από το Φάουστ. (Γκέμμα, 12 )
«Τύπος του homo universalis, ο Φάουστ έχει άπειρη μέσα του την ορμή για γνώση, και την ορμή για δράση. Από την ίδια τη φύση του ήταν ξένος στο τύπο ανθρώπου της κλασικής Ελλάδας. Εκείνου του ανθρώπου, που τα βασικά του γνωρίσματα ήσαν το μέτρο και η Δίκη. [...]
Γεννημός και πλαστούργηση του πολιτισμού της Ευρώπης, ο Φάουστ στη βάση του είναι ρομαντικός. Μονοσήμαντος, δηλαδή, ακαθόριστος, νύχτιος, ετεροθαλής, φυγόκεντρος, τοξοτά αρειμάνιος, άπειρος. Δεν έχει καθαρές τις γραμμές, το σχήμα, τα όρια, το γάρμπος.
Οι ιστοί και οι σύνδεσμοι του κλασικού έλληνα, που του δίνουν την ισορροπία επάνω στη βάση της σύνθεσης λόγου και θυμικού, μέσα στο Φάουστ είναι συντριμμένοι.»
Είναι εντελώς αναγκαίο, να κρατήσει αποστάσεις ο Λιαντίνης από το Φάουστ και να διευκρινίσει τις διαφορές. Αλλιώς ο λατινογενής τίτλος του βιβλίου του κινδυνεύει να παρεξηγηθεί από τους αναγνώστες.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τα δύο ποιήματα του Λιαντίνη, τα τόσο όμοια μεταξύ τους, και το απόσπασμα από το Βασίλη τον Αρβανίτη του Στρατή Μυριβήλη; Μεγάλη... Αρκεί κανείς να προσέξει πώς ξεκινούν και τα δύο ποιήματα του Λιαντίνη:
"Στους δρόμους που γκιζέριζα
καθώς Γιουδαίοι κι Ατσίγγανοι"
Κι έπειτα να ανοίξει το Νηφομανή του Δημήτρη Λιαντίνη. Να διαβάσει κι εκεί τις πρώτες σελίδες. Για τον Οδυσσέα που
«σκύβει στο αυτί μας και μας ψιθυρίζει σιγά. Πραγματικός άνθρωπος πάει να ειπεί homo viator και fugitivus errans. Αιώνιος οδοιπόρος, δηλαδή, και περιπλανώμενος φυγάς.
Και στη δεύτερη μεγάλη θάλασσα της ελληνικής περιπέτειας, στην αττική τραγωδία, ο πραγματικός άνθρωπος παρουσιάζεται με τα ίδια σημάδια. Εδώ μάλιστα γίνεται και τυπική προσεπικύρωση του αλήτικου τρόπου με μια σήμανση από την ίδια τη γλώσσα. Ο Οδυσσέας γίνεται Οιδίπους. Οιδίπους, από το οίδημα, που θα ειπεί πρήξιμο, και το πόδι.
Από τον ασταμάτητο δρόμο σε μια στράτα που μετριέται με το χούι των άστρων πρηστήκανε τα πόδια του οδοιπόρου.»
Ίδιος δεν είναι και ο Βασίλης ο Αρβανίτης; Ένα άγαλμα λόγου κι αυτός, που το ξεχωρίζει ο Λιαντίνης και το αναφέρει στα Ελληνικά του (σελ. 90 ) δίπλα στην ομηρική Ελένη αλλά και τη Μαργαρίτα του Γκαίτε. Στο θρόνο όμως - γράφει εκεί ο Λιαντίνης - κάθεται ανάμεσα σε όλα αυτά τα αγάλματα του λόγου, τις νοητικές δηλαδή εποπτείες, ο Οδυσσέας του Ομήρου.
«Ο Οδυσσέας κλείνει με άρτιο τρόπο πολύπλοκο και βαθύ, με αρμονικά αντιθετικό, με σύνθετο, με ρεαλιστικό και ιδεώδη, αλλά κυρίως με τον πιο απλό και τον πιο σοφό τρόπο τον τύπο του ιστορικού ανθρώπου [...] ως τη στιγμή που ο ίδιος θα καταστρέψει τον εαυτό του πάνω στη γης.»
Και ο Βασίλης Αρβανίτης, το ίδιο:
«[...] ο κοσμαγάπητος «Βασίλης ο Αρβανίτης», ο εκτός νόμου και ήθους παλικαράς, ο λεβέντης και κακοποιός, που μέσα του θρασομανάν η ζωή και ο έρωτας, το θάρρος και το θράσος, η αψηφησιά κι ο ηρωισμός. Κατάλοιπο της αρχέγονης ληστρικής ψυχολογίας και αντιφέγγισμα του αρματολισμού, συγκρούεται με την κοινωνία και τελικά αυτοκτονεί [...] »
Ο Βασίλης ο Αρβανίτης*... Ξέρετε δα πως κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι Αρβανίτες* είχαν στενή σχέση και με το Σούλι και τους Σουλιώτες. Έτσι τουλάχιστον αναφέρει ένας βέρος Αρβανίτης, ο σημερινός αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Θεόδωρος Πάγκαλος.
Ποιος άλλος είχε σχέση με το Σούλι; Μα ο Δημήτρης Λιαντίνης. Αυτό τουλάχιστον μου είπαν οι συγγενείς του όταν επισκέφθηκα τη Λιαντίνα Λακωνίας. Πως οι ρίζες της οικογένειας είναι από το Σούλι. Ο ίδιος πάντως ο Λιαντίνης (απ' όσο γνωρίζω) πουθενά στο έργο του δεν αναφέρει το παραμικρό για τη σχέση του αυτή με το Σούλι και τους Σουλιώτες. Βέβαια δεν παραλείπει να εκφράσει το θαυμασμό του για το Μπότσαρη και μάλιστα στο κεφάλαιο "Ο Ελληνοέλληνας", στη Γκέμμα (σελ. 121 ) Να είναι άραγε αυτό και μια έμμεση απάντηση σε όσους διατείνονται πως οι Σουλιώτες ήταν Αρβανίτες και βιαστικά προχωρούν πιο πέρα συγχέοντας τους Αρβανίτες με τους Αλβανούς και φτάνοντας να θεωρούν Αλβανούς τους Σουλιώτες;
Πάντως αξίζει να δούμε και μια αναφορά στα Ελληνικά (σελ. 37 ) του Δημήτρη Λιαντίνη για το Μάρκο Μπότσαρη:
«Ούτε πως ο κάθε έλληνας οφείλει να γνωρίζει τι είναι το χαρμπί του Μπότσαρη»..
Χαρμπί; Μα το χαρμπί είναι λέξη τουρκικής προέλευσης σύμφωνα με τα λεξικά. Ενώ ο Μπότσαρης είναι γνωστό ότι συνέγραψε ελληνοαλβανικό λεξικό...
Περίεργα, το λιγότερο, πράγματα... Και βέβαιο συμπέρασμα ουδείς μπορεί να εξάγει με τα στοιχεία αυτά. (Η εξήγηση προσωπικά μου δόθηκε διαβάζοντας το βιβλίο του Σαράντου Καργάκου, για το πώς διαμορφώθηκαν τα αρβανίτικα και ποιοι είναι πραγματικά οι Αρβανίτες.* )
Δεν μπορεί όμως και να παραβλέψει την επιμονή του Λιαντίνη για την καταγωγή του από την περιοχή της Σπάρτης, εμφανή σε όλο το έργο του αλλά και στην επιλογή του να στεφανωθεί το άγαλμα του Λυκούργου δυο μέρες μετά την εξαφάνισή του. Όπως και όσα γραφτήκανε για τον Ταΰγετο.
Ναι, είναι βέβαιο πως ο Δημήτρης Λιαντίνης γεννήθηκε στη σκιά του Ταΰγέτου. Όμως αν έχουν βάση όσα λέγουν οι συγγενείς του, δεν είναι απόγονος των αρχαίων κατοίκων της περιοχής αλλά κάποιων που "γκιζερίζοντας καθώς Γιουδαίοι κι Ατσίγγανοι" έφτασαν στη Λακεδαίμονα προερχόμενοι από το Σούλι και ποιος ξέρει από πού αλλού στο παρελθόν.
Μειώνουν όλα αυτά στο ελάχιστο την ελληνικότητα του Λιαντίνη; Όχι. Έλληνες είναι οι της ημετέρας παιδείας μετέχοντες. Έτσι δεν είναι;
Εξάλλου και οι αρχαίοι Σπαρτιάτες ως Δωριείς δεν ήταν γέννημα θρέμμα της λακωνικής γης, "ταξιδιώτες" ήταν που κατέβηκαν ως εκεί από τα βουνά της Ηπείρου.
Μα, να το πούμε και τούτο. Οι περισσότεροι νεοέλληνες παρόμοια ιστορία δεν έχουμε; Και παρόμοιες καταβολές δεν κουβαλά η οικογένεια του καθενός μας; Δεν έζησε μόνο ο Οδυσσέας την οδύσσεια. Ανάλογες οδύσσειες ιστορούν και οι παππούδες όλων μας σχεδόν. Έτσι και ο Λιαντίνης στη Γκέμμα (σελ. 109 ) δε θα διστάσει να μας πει:
«Οι νεοέλληνες είμαστε γέννημα μπασταρδεμένο και νόθο. Ούτε ίπποι, ούτε όνοι, ούτε όνισσες ούτε φοράδες. Είμαστε μούλοι. Δηλαδή μουλάρια. Και τα μουλάρια δε γεννούν.»
Και ξέρουμε πως αυτή η κατάντια πονούσε βαθιά το Δημήτρη Λιαντίνη. Κι αν για πέντε πράγματα πούμε ότι πολέμησε ένα θα είναι σίγουρα αυτό, να ξαναγίνουν οι νεοέλληνες ελληνοέλληνες. Πώς; Σίγουρα όχι με τα μήνιν άειδε μα με τα συνήθια της Ιλιάδας... (Γκέμμα, 120 )
Έτσι ο ποιητής Δημήτρης Λιαντίνης μετά το γκιζέρισμα (κι εδώ δείτε μια αναφορά στο έθιμο της γκεζεράς, και με τη σημείωση ότι το γκιζερίζω απαντά και ως γκεζερίζω και γκεζερώ, με τούρκικη ρίζα - λεξικό Ι. Σταματάκου, σελ. 897 ) επιδίδεται στο θέρισμα...
Θερίζει ό,τι του έσπειρε (η Ελένη της Σπάρτης; ) και είναι αβαγιανοί και ρίγανη η σοδειά του. Όπως με αβαγιανούς και ρίγανη μοσχοβολά, γράφει ο Μυριβήλης, και ο κόσμος του αρχάγγελου της παλικαριάς, Βασίλη Αρβανίτη.
Στη δεύτερη στροφή, αρκετά διαφοροποιημένη στα δυο ποιήματα του Λιαντίνη, ξεκαθαρίζει το τοπίο του θερισμού. Η θηλυκή παρουσία που υπαινίσσεται (η Ελένη της Σπάρτης στην πρώτη περίπτωση, η Βερενίκη και η κόμη της στη δεύτερη) προσλαμβάνει το επίθετο "βαθύζωνη", λέξη που φτάνει ως προς τη σημασία της ως τον Όμηρο. (Ιλ. Ι 594, Οδυσ. Γ 154 κ.ά.) Να σημειώσουμε επίσης ότι το ίδιο επίθετο, βαθύζωνη, συναντάται και στην Κίχλη του Σεφέρη : μια γυναίκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη.
Ποια είναι η Ελένη της Σπάρτης; Ολόκληρο κεφάλαιο της αφιέρωσε ο Λιαντίνης στη Γκέμμα ( 203 ) κι εμείς δεν είναι λίγες οι φορές που μελετήσαμε και αναλύσαμε την Ελένη του Λιαντίνη... Κι εδώ θα βρείτε απομαγνητοφωνημένη ομιλία του Λιαντίνη για την Ελένη ως νοητική εποπτεία από τον Όμηρο ως τον Ελύτη. Αλλά κι εδώ υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες για τα Λουτρά της Ελένης, περιοχή που ο Λιαντίνης διάλεξε να χτίσει εξοχικό για την οικογένειά του. Από κει και η φωτογραφία που έχουμε διαλέξει ως σήμα του blog:
Στην ίδια ανάρτηση του φόρουμ HOMA EDUCANDUS θα βρείτε και ένα απόσπασμα για τον ΑΛΗΤΗ ΤΟΥ ΛΙΑΝΤΙΝΗ. Ένας Αλήτης που φέρνει στο νου μας το "γκιζέριζα" των δυο ποιημάτων. Και είναι ένας "αλήτης Εμπεδοκλής" όπως και η νοητική εποπτεία του πασίγνωστου κεφαλαίου της Γκέμμας: ΕΔΩ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ.
Με όλα τούτα ξεχάσαμε τη Βερενίκη και την κόμη της, τίτλο του ποιήματος στις Ώρες των Άστρων. Και είναι η Βερενίκη μια βασίλισσα που ο σύζυγός της άφησε ολομόναχη στο νυφικό κρεβάτι, τραβώντας για τον πόλεμο. Τότε εκείνη αφιέρωσε την πλούσια κόμη της στην Αφροδίτη για να γυρίσει πίσω ο καλός της. Κι έτσι και έκανε σαν ξανάρθε πίσω. Έκοψε τα μαλλιά της και τα πρόσφερε στη θεά. Όμως η κόμη της Βερενίκης εξαφανίστηκε από το ναό και ο μύθος θέλει να έχει τοποθετηθεί από τους θεούς ανάμεσα στ' αστέρια... εκεί που είναι και σήμερα ο ομώνυμος αστερισμός. Όπως και η κορόνα της Αριάδνης, ο Βόρειος Στέφανος, που αστέρι του είναι η Γκέμμα.
Αξίζει ακόμη να τονίσουμε μια ακόμη διαφορά στη δεύτερη στροφή των ποιημάτων. Στη μία περίπτωση, στις Ώρες των άστρων, ο ποιητής γέρνει δίχως το άτι του στα λυμένα μαλλιά της αγαπημένης του. Στην άλλη, στη Γκέμμα, και στην Ελένη της Σπάρτης, ο ποιητής βρίσκεται με το άτι του και γέρνει πάνω στα σπαθιά... Η εικόνα εδώ παραπέμπει στον Έκτορα και την Ανδρομάχη και ας μιλά το ποίημα για Ελένη. Έτσι κι αλλιώς η Ελένη σύμβολο είναι. Και είδωλον... (περισσότερα για τον Έκτορα και την Ανδρομάχη έχουμε δημοσιεύσει παλιότερα στο φόρουμ HOMA EDUCANDUS).
Για όλα τούτα τα στοιχεία που παρουσιάσαμε, τα δύο αυτά ποιήματα του Λιαντίνη αποκτούν ιδιάζουσα σημασία και διακρίνει κανείς ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές τους πως σχετίζονται άμεσα και με τη φιλοσοφία του αλλά και με τη στράτα που ακολούθησε. Την "καταραμένη" του στράτα όπως ο ίδιος την αποκαλούσε...
Ταυτόχρονα η περίπτωση των δύο αυτών ποιημάτων μας αναγκάζει να θυμηθούμε ένα ακόμη ζευγάρι ποιημάτων του, τον Ύμνο στο Δία, εκ των οποίων το ένα δημοσίευσε στο βιβλίο του Πολυχρόνιο και το άλλο το είδαμε στις Ώρες των Άστρων, αποδεικνύοντας πως η διαδικασία αυτή - της δεύτερης γραφής των ποιημάτων (και όχι μόνο) - αποτελούσε προσφιλή διαδικασία για το Δημήτρη Λιαντίνη. Φαίνεται πως για το Λιαντίνη τα κείμενα και τα ποιήματά του δεν ήταν παγωμένες εικόνες μα συνέχιζε να συνομιλεί μαζί τους και να αποτυπώνει εκ νέου τους διαλόγους του μαζί τους. Τη συνήθεια αυτή είχε και ο Στρατής Μυριβήλης, επανεκδίδοντας μάλιστα ολόκληρα βιβλία με αλλαγές...
Κλείνοντας την περιήγησή μας στους Αβαγιανούς και τη ρίγανη, θα καταθέσουμε την απορία μας για την "αλοταριά". Όσο και αν ψάξαμε δεν καταφέραμε τίποτε να βρούμε για τη σημασία της λέξης. Αν κάποιος γνωρίζει, ας μας ενημερώσει σχετικά.
__________
* Για τους Αρβανίτες πλούσιο υλικό υπάρχει στο βιβλίο του Σαράντου Καργάκου "Αλβανοί - Αρβανίτες - Έλληνες. Εκεί και αναφέρεται απόσπασμα από τον Παπαρρηγόπουλο που συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι οι Σουλιώτες ήταν "κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντως Αλβανών", όπως επίσης και οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες.
Αξιοσημείωτη και η παρατήρηση του Καργάκου στη σελίδα 78 για το επώνυμο του ήρωα του Μυριβήλη, του Βασίλη Αρβανίτη - γενικότερη αναφορά για το επώνυμο Αρβανίτης στη σελίδα 68 με ιδιαίτερη επισήμανση στη σχέση της Μάνης με το επώνυμο αυτό.
Ενώ στη σελίδα 74 υπάρχει εκτενής αναφορά στα φιλικά αισθήματα του Παπαδιαμάντη για τους αλβανόφωνους, όπως προκύπτει από τα διηγήματά του. (πχ Στο Χριστό στο κάστρο)
Να πούμε τέλος ότι ο ήρωας του Μυριβήλη, ο Βασίλης ο Αρβανίτης ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Δεν τον έλεγαν Βασίλη, τον έλεγαν όμως Αρβανίτη, Στρατή Αρβανίτη. Εδώ θα βρείτε μαρτυρία της κόρης του Στρατή Αρβανίτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου