Πρώτα όμως θα αποχαιρετίσουμε το Γηρυόνη. Σεπτέμβρη του 70 είναι τραβηγμένη η φωτογραφία που δημοσιεύσαμε. Και Σεπτέμβρη του 70 θα αποχαιρετίσει το Γηρυόνη και ο Λιαντίνης. Θα τον αφήσει στα χέρια του καλού του φίλου, του Μίλτου. Έναντι κάποιας αμοιβής που δεν γνωρίζω αλλά που κατατέθηκε σε βιβλιάριο για μελλοντικές ανάγκες. Κι έπειτα θα πάρει τη βαλιτσούλα του και θα μπει στο τρένο. Τα ταξίδια με το αεροπλάνο δεν του άρεσαν. Γήινος σε όλα του και προσγειωμένος κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Σεπτέμβρη λοιπόν του 70 ο Λιαντίνης αναχωρεί για τη Γερμανία. Αφήνει πίσω του τα δύο χρόνια στο γυμνάσιο των Μολάων και αφήνει εκεί πολλά ακόμη που δεν είναι ούτε ξεκάθαρα ούτε δική μας δουλειά να τα πούμε. Το μόνο βέβαιο είναι πως τα αφήνει πίσω. Οριστικά και αμετάκλητα. Και τραβά για τις κορφές του Εζέ και της Άνω Ενγκαντίν. Άλλος προβλέπει θα γενεί αν πάνω στις κορφάδες τους πατήσει. Άλλος γίνεται ο καθένας μας συνεχώς, με πρόβλεψη ή χωρίς. Στην περίπτωση του Λιαντίνη όμως η αλλαγή έγινε και συνειδητά. Από σκοπού και διόλου τυχαία.
Έχει πια κλείσει τα 28 του όταν διαβαίνει τα σύνορα της Γερμανίας. Ένας άγνωστος κόσμος ανοίγεται και ένας γνώριμος στόχος ζωντανεύει. Γιατί η Γερμανία δέχτηκε πολλούς ανθρώπους των γραμμάτων μας και για πολλές δεκαετίες πριν ακόμη φτάσει εκεί ο Λιαντίνης. Ο νεαρός καθηγητής το γνωρίζει. Κι άλλο τόσο του εξάπτει την περιέργεια να ζήσει και ο ίδιος από κοντά την κουλτούρα των Γερμανών. Να θέσει τον δάχτυλο επί τον τύπο των ήλων. Να βιώσει στην πράξη την προσωπική του Οδύσσεια σε λιμένας πρωτοϊδωμένους. Ένας πραγματικός Homo viator και Homo errans φτάνει στο Μόναχο εκείνο το φθινόπωρο. Έναν άνθρωπο πραγματικό υποδέχεται η γη της Βαυαρίας.
Τους πρώτους μήνες του στο Μόναχο δεν τους γνωρίζω, μπορώ μονάχα να τους υποθέσω από ανάλογα προσωπικά βιώματα. Δεν είναι καθόλου εύκολη, όσο στέρεη κι αν είναι η απόφαση του ταξιδιού, η προσαρμογή σε ξένους τόπους. Ούτε αρκεί μια αναχώρηση για να αφήσει η ψυχή πίσω όσα έζησε. Τα κουβαλάς κι αυτά με τις βαλίτσες σου και βρικολακιάζουν τις νύχτες της ξενιτιάς. Πρόσωπα και λόγια και πράξεις και όνειρα ακόμη... Σε ξύπνιο και σε ύπνο τα μελετάς, πονάς και γελάς και δίχως να το καταλάβεις αργά και σιγαληνά αποχωρούν εκείνα και έρχονται όσα καινούρια γνωρίζεις να θρονιαστούνε στην ψυχή σου. Έτσι είναι πλασμένος ο άνθρωπος. Αιώνιος οδοιπόρος και αιώνιος φυγάς. Ο πραγματικός και ο αληθινός άνθρωπος. Και ο Λιαντίνης από τέτοια πάστα ήτανε φτιαγμένος.
Εκεί λοιπόν, στο Μόναχο, το Λιαντίνη περιμένει μια θέση σε σχολείο να διδάξει. Ένα σχολείο που δεν είχε καμία σχέση με το ελληνικό δημόσιο όπως και ο Λιαντίνης δεν είχε πια σχέση μαζί του, παραιτημένος επίσημα από τη θέση του στο δημόσιο μήνες πριν φύγει από την Ελλάδα.
Το νέο του σχολείο ανήκει στη γερμανική εταιρεία "Όθων" και το διευθύνει κάποιος Κοτσοβίλης, και τότε και τώρα ακόμη... Πρόεδρος και της ελληνικής κοινότητας εκείνη την εποχή που όμως βρισκόταν σε διαμάχη με τους επίσημους εκπροσώπους του ελληνικού κράτους. Αποτέλεσμα και το σχολείο του να μην αναγνωρίζεται από την Ελλάδα και να μην υπάρχει συνεργασία με τις ελληνικές αρχές ούτε και στα υπηρεσιακά θέματα των εκπαιδευτικών. Το πλήρωσε μάλιστα αυτό και ο Λιαντίνης, δεν κατάφερε αργότερα να αναγνωρίσει αυτά τα δύο χρόνια που δίδαξε εκεί ως φιλόλογος παρά την αίτηση που έκανε στο ΥΠΕΠΘ.
Όμως η μοίρα άλλα του προόριζε στους τοίχους εκείνου του σχολείου. Η ίδια μοίρα που κι εκείνος επικαλείται στην τελευταία του γραφή... Κάποια λοιπόν στιγμή το σχολείο εκείνο χρειάστηκε θεολόγο όταν ο μέχρι τότε υπηρετών πήρε την απόφαση να γυρίσει στην Ελλάδα. Λίγες οι ώρες αλλά και πιο λίγες οι πιθανότητες να βρουν θεολόγο από την Ελλάδα για τέτοια εργασία. Η τύχη όμως χαμογέλασε στον Κοτσοβίλη... Μια νέα ελληνίδα θεολόγος βρισκόταν εκείνο τον καιρό στο Μόναχο. Δεν ήταν εκεί για εργασία αλλά για σπουδές. Καθώς μάλιστα είχε μια καλή υποτροφία που της κάλυπτε υπέρ το δέον όλα της τα έξοδα, ούτε το ήθελε ούτε και το είχε ανάγκη να εργαστεί. Την παρακάλεσαν, της εξήγησαν πως θα είναι για λίγους μόλις μήνες, την έπεισαν στο τέλος να δεχτεί.
Για λίγες ώρες. Για λίγους μήνες. Και πώς να ξέρεις πως έτσι βαδίζεις στο μονοπάτι που σε οδηγεί στο μεγαλύτερο γεγονός της ζωής σου; Για δες κάτι παιγνίδια που παίζει με μας τους ανθρώπους η μοίρα σαν έχει τα κέφια της. Αθύρματα της ειμαρμένης μας και όλες οι προβλέψεις και τα σχέδια του ανθρώπου να χάσκουνε ανώφελα...
Γενάρης ήτανε και τότε. Κι αν κατάλαβα καλά μια τέτοια ίδια ώρα σαν και τώρα. Γενάρης του 1972. Δέκα του μηνός... Δευτέρα όπως λέει το ημερολόγιο κι ελπίζω να μην κάνει λάθος.
Εκείνη λοιπόν την ημέρα οι καθηγητές του ελληνικού ιδιωτικού σχολείου αποφάσισαν να επισκεφθούν το Γερμανικό Μουσείο της πόλης. Μαζί και ο Λιαντίνης. Ο φιλόλογος του σχολείου. Μαζί και η νέα θεολόγος. Η Νικολίτσα Γεωργοπούλου. Τίποτε το ιδιαίτερο ως τότε δεν είχε συμβεί ανάμεσα στους δυο. Μια απλή συναδελφική σχέση. Έως και αδιάφορη. Εκεί όμως, εκείνη την ημέρα, στις αίθουσες του Μουσείου, η μοίρα αποφάσισε να θέσει μπρος τα σχέδια που φύλαγε για τους δύο νέους ανθρώπους.
Και από τη μια στιγμή στην άλλη, γιατί έτσι συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, η μοίρα παραχώρησε τη θέση της στη συνειδητή επιλογή. Πολλά ξέρουμε και λίγα δικαιούμαστε να πούμε. Έτσι πρέπει. Το μόνο που θα αποκαλύψουμε είναι πως ένας "Γηρυόνης" στάθηκε το στρατήγημα. Δεν ήταν πια ένα κόκκινο όπελ καντέτ. Εκείνο είχε μείνει οριστικά πίσω... Και δεν ήταν του Λιαντίνη. Και μπορεί να μην ξέρουμε αν ο πρώτος Γηρυόνης στάθηκε αφορμή να φέρει το Λιαντίνη με τον επιθεωρητή του παρέα στη Μονεμβάσια, ξέρουμε όμως πως ο νέος "Γηρυόνης" τέθηκε συνειδητά στα σχέδια του έρωτα που μόλις είχε γεννηθεί.
Ήταν ένα μικρό πεζώ, εκείνο το κλασικό της δεκαετίας του '70, το γνωστό σε μας τους μεγαλύτερους 204άκι. Μακριά το Μουσείο από την πόλη. Και λίγοι οι καθηγητές που είχαν αυτοκίνητο. Πολλοί οι πρόθυμοι επιβάτες. Εκείνη τα κατάφερε στο δικό της αυτοκίνητο να είναι μόνο ένας. Ο ένας και μοναδικός που ένιωσε να την ενδιαφέρει.
Τα τι και τα πώς που ακολούθησαν δεν ενδιαφέρουν το ευρύ κοινό. Μόνο πως το μικρό πεζώ ανέλαβε να κάνει όλα εκείνα τα περίφημα ταξίδια που το εξώφυλλο της Γκέμμας αναφέρει. Μαζί περπάτησαν στην Άνω Ενγκαντίν και αγκαλιασμένοι τον καινούριο έρωτα διαβήκανε το κάστρο του Εζέ. Γρήγορα και τρέχοντας όπως συμβαίνει όταν η μοίρα αποφασίσει οριστικά να κινήσει τους μοχλούς των γεγονότων. Ο άνθρωπος τέτοιες στιγμές ούτε σκέφτεται ούτε αναρωτιέται. Μόνο ακολουθεί με βήματα αποφασιστικά ένα δρόμο που νιώθεί ότι πάντα τον περίμενε να τον διαβεί. Και μπορεί οι "Γηρυόνηδες" να είναι το όχημα της πορείας αλλά στις αληθινές μας στράτες και στους αληθινούς ανθρώπους το τιμόνι το κρατάμε εμείς. Συνειδητά και γιατί έτσι μας γράφτηκε...
__________________
21/2/2010 ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αναδημοσίευση από το blog ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ. Αρχική ημερομηνία δημοσίευσης: 29/1/2008
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου