ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ:
ΟΔΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ
"Τα Προπύλαια του Μνησικλή οδηγούν στην Ακρόπολη. Και η Ακρόπολη είναι το όριο της ανθρώπινης φύσης που για μια στιγμή κατορθώθηκε από τον άνθρωπο και στις τρεις διαστάσεις του. Στην αλήθεια, στην εμορφιά, και στην αρετή.
Τι βλέπει κανείς σήμερα, όταν στέκεται μπροστά στην Ακρόπολη; Τι ακούει και τι διαλογίζεται; Ω! Εδώ η χαρά και η χάρη είναι απλή, όσο ο άνεμος στους λόφους, και η χλωροφύλλη στα φυτά.
Καβαλαρέοι και ίπποι ανεβάζουν τις ριπές των χιτώνων ψηλά. Ως τα φτερουγητά του φωτός, και τα κύματα των ορέων.
Ξανθός ο παλμός των σωμάτων και ίουλος, παιζογελά στον αγέρα και φρίσσει. Εδώ παίζουν οι ήχοι του πλαγίαυλου και της λύρας σε ρυθμούς στερεούς. Και στήνουν χορό οι λευκές πέτρες.
Κόρες μικρές κομίζουν στον ώμο υδρίες από φως. Λυγίζουν τα χέρια τους να δεηθούν στη θέα, και σκορπίζουν στους κήπους με τις μυρτιές αγκαλιές τα περιστέρια.
Στα Ηλύσια Πεδία αλυγαριές και νάρκισσοι και ασφόδελοι και δαφνώνες γιορτάζουν τους πρώιμους νεκρούς.
Αλάργα, στα πέλαγα και στους λειμώνες, λάμνει ο Ιάλεμος και η Σαλαμίνα. Λένε τα φύλλα της ελιάς, και λένε τα φιλιά της Ελένης. Και ο ήλιος στα διάσελα υλοκτόνος και υλοκράτης ελαύνει. Με έλυτρα ελληνικά. Λαμπρή.
Συνδύο συντρείς οι γέροντες ραβδοφόροι ανεβαίνουν τα μάρμαρα της γιορτής. Και δίπλα τους βαδίζουν ίσκιοι ασημένιοι, ο άρτος των πουλιών, και οι λευκές λήκυθοι. Ο κάθε ένας κρατεί ημερωμένο στα χέρια του κι από ένα δικό του, το αγρίμι του θανάτου.
Πολεμικές τριήρεις ανοίγουν τα πανιά τους πέπλα. Και αρμενίζουν στο στερέωμα με τους άλλους ναυτικούς πλόες. Με την Τρόπιδα, το Ιστίο, την Πρύμνη, την Αργώ.
Στον ιερό δρόμο για τη Δήλο αναπλέει η σωφροσύνη ασύλητη. Κυανοφύκη αναμεριάζουν στις όχθες των νερών. Και υάκινθοι και στεφανιαία τα σέλινα.
Άλογα και κύματα και ζέφυροι και χελιδρονιές υπογράφουν και φρουρούν την εκεχειρία της Λύπης."
__________________
Το κείμενο μας το πρόσφερε το μέλος ΦΩΤΕΙΝΗ στο φόρουμ HOMA EDUCANDUS (12/3/2009) απ' όπου και το αναδημοσιεύουμε.
Οι φωτογραφίες δικές μας. Από το προσκύνημα στον ιερό βράχο το περασμένο φθινόπωρο, παραμονές της γιορτής του Δασκάλου... Από κει και το απόσπασμα εκ της Γκέμμας, αφιερωμένο εξαιρετικά σε όσους κατάντησαν όπως κατάντησαν σήμερα την πατρίδα μας και ξαφνικά τους κατέβηκε λέει η ιδέα να ζητήσουν ποσοστά από τα μουσεία που φιλοξενούν ελληνικές αρχαιότητες. Αχ, κούνια που τους κούναγε... Τους ελληνοεβραίους. Που θέλουνε λέει να ξελασπώσουν τις λαμογιές του σήμερα ξεπουλώντας την αρχαία δόξα...
Ο ΕΛΛΗΝΟΕΛΛΗΝΑΣ
Τόξων εμών άτερ
Τροία δεν πέφτει.
Εχάσαμε τότε στεριές μεγάλες και θάλασσες πλατιές που για τριάντα αιώνες ήσαν ατόφυα Ελλάδα. Σήμερα τις κοιτάμε από μακρυά, όπως εκοίταγε ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης από τη Ζάκυνθο το Μοριά, και έκλεγε.
Και με το κυάλι αγνάντευε, και με το κυάλι βλεπει ,
βλέπει τη θάλασσα πλατιά και τη στεριά μεγάλη.
Τον πήρε το παράπονο.
Τις κοιτάμε με βαριά την οδύνη ότι τις χάσαμε και με ελάχιστη την ελπίδα ότι θα τις ξαναπάρουμε. Κι αφήστε την κυρά – Δέσποινα να πολυδακρύζει.
Και ο Ατατούρκ, που έδιωξε το φερετζέ από τις τούρκισσες και έφερε το λατινικό αλφάβητο στα τουρκόπουλα, έκαμε και κάτι άλλο. Εδασκάλεψε τους δασκάλους και τους ξεναγούς να λένε στη Φραγκιά, που τουριστολογάει στη Μίλητο και στις Κλαζομενές, ότι δεν ήταν Όμηρος εκείνος ο τυφλός τραγουδιστής αλλά Ομέρ. Όπως λέμε Ομέρ Βρυώνης, πασάς του Ζητουνιού, που παττάλεψε τον Αθανάση Διάκο στο ποτάμι της Αλαμάνας.
Και τι να ειπείς για το χαμπέρι; Που έρχεται το πρωί και το δείλι πίνουμε το ουζάκι μας στο Κατακάλι και στην Πειραϊκή Ακτή. «Ω σύντροφε, πως πέσαμε στο λαγούμι του φόβου»;
Όλα καλά και περίκαλα τά ’χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας, και τούς «αρχαίους ημών πρόγονοι».
Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια.
Κι από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και τουρτουφίζουμε για «τσι γεναίοι πρόγονοι» σαν τι; Όπως εκείνος ο τράγος του Σικελιανού, που εσήκωνε το απανωχείλι του, εβέλαζε μαρκαλιστικά, και οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη θάλασσα της Κινέττας.
Αλλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κετεμαράνθη.
Όταν είσαι μέσα στό μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο νά ’χεις εικόνα για τα γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν έχουμε εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα.
Αρχές του 1993 έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι από έλλληνες καλλιτέχνες για την ασβολερή Κύπρο. Εκείνο το θαλασσο-φίλητο νησί.
Εκεί, ένας δημοσιογράφος ερώτησε τρεις τέσσερες έγκριτους έλληνες που ζουν μόνιμα στη Γαλλία μια ερώτηση καίρια.
Για ειπέτε μου, τους είπε, εσείς που όντας μακρυά από την Ελλάδα βλέπετε με άλλο μάτι, το αληθινό του νοσταλγού και του πάσχοντα. Με το μάτι του Οδυσσέα. Τι γνώμη έχει το παγκόσμιο κοινό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Τη βλέπει τάχατες και τη νομίζει όπως εμείς εκεί κάτου στο Κακοσάλεσι και στην Αθήνα;
Η απόκριση που μου δώσανε και οι τέσσερες ξαναζωντάνεψε, τίμιε αναγνώστη, τις σπαθιές που δίνανε οι ντελήδες του Κιουταχή στη μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός Καραϊσκάκης.
-Ποια Ελλάδα, μακάριε άνθρωπε, του είπανε. Μιλάς για ίσκιους στη συννεφιά. Και για σύννεφα στην αιθρία. Για τον έξω κόσμο Ελλάδα δεν υπάρχει. Κανείς δε την ξέρει, κανείς δεν τη μελετάει, κανείς δεν τη συλλογάται. Δεν άκουσες το παλιό μοιρολόι;
Κλάψε με, μάνα, κλάψε με,
Και πεθαμένο γράψε με.
Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο η κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα.
Αυτή είναι η εικόνα που έχουν οι ξένοι για την Ελλάδα. Κι ο σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Έτσι δεν είπε ο πασάς της Σκόντρας, όταν ακούστηκε ότι οι ραγιάδες σηκωθήκανε στο Μοριά; Τώρα γυρίστηκε η τάξη. Σουλτάνος είναι ο έλληνας πολιτικός.
Λάβε την σύγχρονη Ελλάδα σαν ποσότητα και σαν ποιότητα, για να μιλήσουμε με «κατηγορίες». Κι έλα να μας περιγράψεις τι βλέπεις.
Σαν ποσότητα πρώτα. Αν αντικρύσουμε τον πληθυσμό της γης σε κλίμακα μικρογραφική ένα προς πέντε εκατομμύρια, 1:5Χ106, θα βρούμε πως ο πληθυσμός του πλανήτη μας είναι ένα χωριό από χίλιους κατοίκους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους χίλιους οι έλληνες είμαστε δύο άνθρωποι, που τρεκλοπατάμε και αρκουδίζουμε μέσα στο πλήθος. Ζαλισμένοι και φουκαράδες ξετρέχουνε να συναντηθούν μεταξύ τους. Αν τα καταφέρουν να μη σκυλοφαγωθούν, ζητούν να συνεννοηθούν με τους άλλους. Σε μια γλώσσα που δε μιλιέται, λίγο πρικοιούλι, χρώμα τέτζερη αγάνωτου, ζουνάρι, βέλεσι, φούντα, κι αμάν αμάν. Σερβιτόροι και αγωγιάτες όλοι μας. Και κακοί σαράφηδες του μάρμαρου, του ήλιου, και της θάλασσας.
Σαν ποιότητα ύστερα. Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μιά ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πως και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της.
Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί τη νέα δεν την έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντί της εμάς τους νεοέλληνες, φέρουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά’ χουν συλλογιούνται ετούτοι οι φελάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους.
Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διαφόρων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάκτυλο.
Και βέβαια. Πως μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μεγάς γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που μας έλεγε, - ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά.
Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε.
Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκολογιά και αράπηδες. Ειμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στούς τοίχους των εκκλησιών.
Οι ευρωπαίοι βλέπουν τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στή Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάζουν ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους.
Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς . «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.
Θέλεις νά `χεις πιστή εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β΄ της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράκτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο.
Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα για να μετρήσεις τη διαφορά.
Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτικές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φρέρνες.
Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Άργους και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου.
Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα..
Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε το φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θα `χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.
Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους:
-Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου