Το γραφειάκι του
Είναι ένα τόσο δα καμαράκι. Καμαρούλα μια σταλιά, δύο επί δύο, που λέει και το τραγούδι… Είναι η κάμαρα που κοίμισε, που φιλοξένησε ένα Λιαντίνη. Εδώ της πρώτης νιότης του τα ονείρατα, εδώ και τα πρώτα του διαβάσματα.
Στενοί οι τοίχοι, μικρό και το παράθυρο. Απερίγραπτο το μεγαλείο της θέας και ανομολόγητη η μεγαλοσύνη του άντρα που κατοίκησε εδώ. Όταν τρεμάμενο το βήμα σου διαβεί το κατώφλι, το νιώθεις, το αισθάνεσαι, το οσμίζεσαι στον αέρα, πως δεν είναι τούτο ένα δωμάτιο σαν τα άλλα. Παρατηρητήριο είναι πες, μετερίζι ζωής και βίγλα θανάτου…
Το κρεβατάκι του δεν είναι πια εδώ. Αναρωτιέσαι. Χωρούσε και κρεβάτι; Ναι, σε βεβαιώνουν. Αλλά το πήρανε. Να γίνει χώρος για τους προσκυνητάδες…
Μόνο απομένει στη γωνιά το γραφειάκι του. Και η καρέκλα που ώρες ατέλειωτες καθόταν εκείνος και μελετούσε. Στη γωνιά. Μπροστά από το γαλάζιο παραθύρι. Ένα ταπεινό κι απέριττο τραπέζι. Με δυο συρτάρια. Μικρά κι αυτά. Γεμάτα όμως από την παρουσία του. Μοιάζει απίστευτο, αλλά τα ανοίγεις και πέφτεις σε δικά του χειρόγραφα. Μπλοκάκια, γράμματα, σημειώσεις…
Χέρια και χέρια πέρασαν από δω. Και άγγιξαν, και είδαν και διάβασαν. Και πήραν! Λεηλάτησαν πες καλύτερα. Πότε και ποιος θα βάλει ένα τέλος σ’ αυτό; Θλίβεσαι και πικραίνεσαι. Θα ‘ρθει μια ώρα που θα αναζητούμε τις μνήμες του και δε θα υπάρχει τίποτε.
Γυρνάς με παράπονο το βλέμμα τριγύρω. Κακότεχνοι πίνακες, μιλούν τάχα για εκείνον. Έργα άγνωστου καλλιτέχνη που από τη δόξα του εμπνεύστηκε… Και θέλησε την ανωνυμία του να κατανικήσει με το όνομα εκείνου. Γιατί, ρωτάς «γιατί»; Γιατί αυτοί οι πίνακες εδώ; Θα ήθελες το χώρο αμόλυντο, απείραχτο. Έτσι κατά πως εκείνος τον άφησε.
Στρέφεσαι και πάλι στο γραφειάκι. Αυτή η γωνίτσα κρατά αψεγάδιαστη και αψιμυθίωτη την εικόνα του. Σου δείχνουν το δεξί το ποδαράκι. Είναι σκαμμένο, φαγωμένο. Σου βάζουν το ερώτημα. Σε καλούν να μαντέψεις. Μα δεν μπορείς. Και όμως θα έπρεπε. Σκουλήκι τρύπωσε εδώ. Και ροκάνιζε το ξύλο. Κρυφό σαράκι. Και έπιασε εκείνος και σκάλισε, και έσκαψε βαθιά. Να ξεριζώσει το κακό. Να γιάνει το τραπέζι. Πληγή στην πληγή. Μαχαίρι κοφτερό. Θανάτω θάνατον.
Σκέφτεσαι, σκέφτεσαι. Και δεν μπορείς. Θέλεις να ουρλιάξεις. Ν’ αρπάξεις μαχαίρια και χαντζάρες. Και να ξεκληρίσεις όλα τα σαράκια από προσώπου γης. Που ροκανίζουν και αφανίζουν βήμα βήμα, μέρα μέρα, την κληρονομιά του. Τις επιθυμίες του. Τα όνειρά του.
Είσαι μακριά τούτη την ώρα. Μα οι αόρατοι ιστοί σε γυρίζουν εκεί. Ταΰγετο δε βλέπεις. Το σκοτεινό Αιγαίο αφουγκράζεσαι στο βάθος. Μα κει ψηλά, ίδιος ο έναστρος ουρανός με κείνον που αποθαύμαζες μια βδομάδα πριν. Ψάχνεις το αστέρι του, ψάχνεις τη Γκέμμα. Ένα αστέρι ξεκαρφώνεται αίφνης. Κατρακυλά στην άβυσσο. Και συ, μυστικά ψιθυρίζεις μιαν ευχή…
__________________________
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο γράφτηκε στην Ικαρία. Τον Αύγουστο του 2006. Λίγες μέρες νωρίτερα είχα επισκεφθεί για πρώτη φορά τη Λιαντίνα. Το χωριό του Δημήτρη Λιαντίνη.
Εκείνη η επίσκεψη σήμανε πάρα πολλά για μένα. Έφυγε αίφνης το πέπλο ομίχλης και είδα πράγματα που ως τότε παρίσταναν την αλήθεια μα αλήθεια δεν ήταν.
Κοντεύουν πια τέσσερα χρόνια από τότε. Χρόνια που και οι χαντζάρες χρειάστηκαν και όλα τα όπλα που εκείνος μας δίδαξε για να φτάσουμε στην αλήθεια και να ξεριζώσουμε τα σαράκια που την ροκανίζουν.
Αύριο ξημερώνει μια σπουδαία μέρα. Μέρα δικαίωσης αυτού του πολύχρονου αγώνα. Επιτέλους μπορεί και το δικό μας χείλι να γελάσει. Όπως χαμογέλασε και τη μέρα που δεύτερη φορά επισκέφθηκα τη Λιαντίνα.
Οι πίνακες είχαν φύγει. Και στη θέση τους το στοργικό χέρι της κόρης του, της Διοτίμας, είχε τοποθετήσει φωτογραφίες αυθεντικές του πατέρα της.
Στη μέρα την αυριανή, την πρώτη της άνοιξης, αφιερωμένο το κείμενο του τότε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου