Ο Γηρυόνης του Λιαντίνη; Ναι. Αυτοπροσώπως. Και με το Λιαντίνη στο τιμόνι.
Ο Γηρυόνης του δεν ήταν άλλος λοιπόν από το αυτοκίνητό του. Το πρώτο του αυτοκίνητο. Ένα κόκκινο όπελ καντέτ που του φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμο στα χρόνια που έμεινε καθηγητής στο γυμνάσιο των Μολάων. Παλικαράκι στα 26 του ακόμη και με τα δεδομένα της εποχής είναι βέβαιο πως δε θα μπορούσε με το μισθό του και μόνο να αγοράσει αυτοκίνητο. Άλλο τόσο δύσκολες όμως ήταν οι μετακινήσεις εκείνα τα χρόνια και μάλιστα στην επαρχία. Οι Μολάοι δεν είναι μακριά από τη Λιαντίνα. Λεωφορείο όμως για απευθείας σύνδεση δεν υπάρχει ούτε και σήμερα. Φανταστείτε τότε, εποχή 1968. Θυμίζω μάλιστα ότι τα γυμνάσια του τότε λειτουργούσαν έξι μέρες την εβδομάδα και η αυταρχικότητα της διοίκησης λόγω και της πρόσφατης επιβολής της χούντας των απριλιανών ήταν στο ζενίθ. Πρακτικά δηλαδή ήταν άθλος το να καταφέρει ο νεαρός καθηγητής να επισκεφθεί το χωριό του μια φορά την εβδομάδα.
Έτσι είναι απόλυτα κατανοητό πως ο πατέρας τον βοήθησε να αποκτήσει δικό του μεταφορικό μέσο. Για να μπορεί εκείνος να πηγαίνει στην αγαπημένη του Λιαντίνα και να μπορούν κι εκείνοι να καμαρώνουν το παλικάρι τους.
Πέρα όμως από τη Λιαντίνα, ο Γηρυόνης τον μετέφερε και σε άλλα σημεία της αγαπημένης του Λακωνίας. Άλλοτε μόνο και άλλοτε με παρέα. Από τα ημερολόγια που κρατούσε εκείνη την εποχή, μικρές ατζέντες με δωρικές σημειώσεις, βρίσκουμε την ακόλουθη πληροφορία:
Ο Γηρυόνης του δεν ήταν άλλος λοιπόν από το αυτοκίνητό του. Το πρώτο του αυτοκίνητο. Ένα κόκκινο όπελ καντέτ που του φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμο στα χρόνια που έμεινε καθηγητής στο γυμνάσιο των Μολάων. Παλικαράκι στα 26 του ακόμη και με τα δεδομένα της εποχής είναι βέβαιο πως δε θα μπορούσε με το μισθό του και μόνο να αγοράσει αυτοκίνητο. Άλλο τόσο δύσκολες όμως ήταν οι μετακινήσεις εκείνα τα χρόνια και μάλιστα στην επαρχία. Οι Μολάοι δεν είναι μακριά από τη Λιαντίνα. Λεωφορείο όμως για απευθείας σύνδεση δεν υπάρχει ούτε και σήμερα. Φανταστείτε τότε, εποχή 1968. Θυμίζω μάλιστα ότι τα γυμνάσια του τότε λειτουργούσαν έξι μέρες την εβδομάδα και η αυταρχικότητα της διοίκησης λόγω και της πρόσφατης επιβολής της χούντας των απριλιανών ήταν στο ζενίθ. Πρακτικά δηλαδή ήταν άθλος το να καταφέρει ο νεαρός καθηγητής να επισκεφθεί το χωριό του μια φορά την εβδομάδα.
Έτσι είναι απόλυτα κατανοητό πως ο πατέρας τον βοήθησε να αποκτήσει δικό του μεταφορικό μέσο. Για να μπορεί εκείνος να πηγαίνει στην αγαπημένη του Λιαντίνα και να μπορούν κι εκείνοι να καμαρώνουν το παλικάρι τους.
Πέρα όμως από τη Λιαντίνα, ο Γηρυόνης τον μετέφερε και σε άλλα σημεία της αγαπημένης του Λακωνίας. Άλλοτε μόνο και άλλοτε με παρέα. Από τα ημερολόγια που κρατούσε εκείνη την εποχή, μικρές ατζέντες με δωρικές σημειώσεις, βρίσκουμε την ακόλουθη πληροφορία:
Σάββατο, 2 Νοεμβρίου του 1968.
Ο Λιαντίνης επισκέπτεται τη Μονεμβασιά με τον επιθεωρητή Δρίτσα. Είναι μόλις λίγους μήνες που υπηρετεί σε σχολείο αλλά φαίνεται πως αυτό δεν τον εμπόδισε να αποκτήσει περισσότερες σχέσεις με τους προϊσταμένους του. Κάτι τέτοιο ακόμη και σήμερα μοιάζει εξωφρενικό. Νεοδιορισμένος υπάλληλος να συγχρωτίζεται με τον προιστάμενο;
Με τα είκοσι και πλέον χρόνια μου στην εκπαίδευση το βρίσκω απίθανο. Και με όλη τη γνώση εκείνης της εποχής, που με γονείς εκπαιδευτικούς είμαι σε θέση να γνωρίζω πολύ καλά τις σχέσεις των δασκάλων με τους επιθεωρητές, το βρίσκω εξωφρενικό. Μάλιστα ο πατέρας μου, αν και υπηρέτησε και ο ίδιος κάποια στιγμή ως επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης, έχει πολλά να λέει για την αυστηρότητά τους και τη συμπεριφορά τους απέναντι στους νέους ειδικά στο σχολείο. Πέρα όμως από τα βιώματα των γονιών μου, έχω ασχοληθεί και η ίδια σε βάθος με το θέμα αυτό. Μια ολόκληρη χρονιά στο Μαράσλειο την αφιέρωσα σε ιστορική μελέτη του θεσμού του επιθεωρητή. Δεν μπορείτε να φανταστείτε την αγριότητα (μη σας ξενίζει ο όρος, είναι απόλυτα ακριβής και κυριολεκτικός) που αντιμετώπιζαν οι επιθεωρητές τους υφισταμένους τους. "Εδώ Ιέραξ", ήταν το σύνθημα που χρησιμοποιούσαν τότε οι δάσκαλοι για να ειδοποιήσουν συνθηματικά τους συναδέλφους τους για την έφοδο του επιθεωρητή στο σχολείο. Όσο για τα προσωπικά μου βιώματα, θυμάμαι ακόμη πόσο τρόμαξε ο πατέρας μου όταν αιφνιδιαστικά εμφανίστηκε στο μικρό σχολειό του χωριού μας ο ... ιέραξ. Κι ακόμη περισσότερο ενθυμούμαι πώς έβγαλαν φτερά τα πόδια μου για να φέρω από το σπίτι μας το σακάκι του... Χούντα τότε και η εμφάνιση του δασκάλου ήταν αυστηρά καθορισμένη με γραβάτα και σακάκι. Όχι απλά αδιανόητο να παραβεί ο υπάλληλος αυτή την εντολή της διοίκησης για "ευπρεπή" εμφάνιση μα αυτονόητο να οδηγηθεί σε πειθαρχικό και αυστηρότατες κυρώσεις αν έκανε τέτοια τρέλα.
Ο Λιαντίνης βέβαια δε νομίζω να αντιμετώπιζε τέτοια προβλήματα... Όπως τον είδαμε και στη φωτογραφία του στο Πατριαρχείο, νεαρός φοιτητής ακόμη, ήξερε να ντύνεται με τη δέουσα ενδυμασία για τις επίσημες στιγμές, όχι μόνο με σακάκι αλλά και με γραβάτα. Και μάλιστα αξίζει κανείς να προσέξει πως ο συμφοιτητής που στέκεται δυο βήματα πίσω του δεν είναι "γραβατωμένος". Άρα δεν ήταν κάποιο πρωτόκολλο εμφάνισης που τους επιβλήθηκε αλλά δική του προσωπική επιλογή. Ένας πραγματικός τζέντλεμαν όπως τον γνωρίσαμε κι εμείς χρόνια αργότερα στο Μαράσλειο. Βέβαια άλλες οι εποχές, η Ελλαδίτσα μας είχε ήδη δεχτεί την καταιγιστική επίδραση του περίφημου ζιβάγκο του Αντρέα, και η γραβάτα δεν ήταν ούτε ζητούμενο των κανονισμών ούτε και της μόδας για έναν καθηγητή πανεπιστημίου. Εξάλλου τα "ράσα" δεν κάνουν τον παπά ούτε η γραβάτα και το σακάκι τον κύριο. Αντίθετα ξέρω πολλούς σακακιοφόρους και γραβατωμένους που μόνο κύριοι δεν είναι...
Ο Λιαντίνης όμως είχε μια φυσική αρχοντιά και από ντύσιμο ήξερε πάντα να είναι απόλυτα εναρμονισμένος στο περιβάλλον που βρισκόταν. Όπως ήξερε και να συμπεριφέρεται με άκρα ευγένεια. Ακόμη και σε μας, τους σπουδαστές του, μιλούσε πάντα στον πληθυντικό. Λιαντίνη δηλαδή ντυμένο "προκλητικά" ή με συμπεριφορά προσβλητική, είναι αδύνατον να σκεφτώ. Οπότε, γυρίζοντας και στο περιστατικό με τον επιθεωρητή Δρίτσα, βρίσκω μια κάποια ερμηνεία. Γιατί οι επιθεωρητές ήταν αυτοί που περιέγραψα, αλλά με τη βαθιά γνώση που έχω γύρω από το θεσμό τους μόνο ημιμαθείς δεν μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε. Αντίθετα ήταν πάρα πολύ δύσκολο ακόμη και για προσοντούχους και ικανούς εκπαιδευτικούς να επιλεγούν σε τέτοια ανώτερη θέση στελέχους. Μην ξεχνάτε ότι και ο αριθμός τους ήταν ελάχιστος σε σύγκριση με τον αριθμό των εκπαιδευτικών. Εκατοντάδες οι εκπαιδευτικοί ένας ο επιθεωρητής. Αν μάλιστα μιλάμε για ανώτερους επιθεωρητες, νομαρχιακούς, γενικούς ή επόπτες, όπως ίσχυε στην περίοδο της χούντας, εκεί τους μετρούσες στα δάχτυλα των χεριών. Ειδικά για τους γενικούς επιθεωρητές, το μέτρημα στα δάχτυλα ήταν κυριολεκτικό, αφού ήταν ακριβώς δέκα για όλη την επικράτεια.
Σύμφωνα λοιπόν με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ο επιθεωρητής που ο Λιαντίνης μαζί του βρέθηκε στη Μονεμβασιά εκείνο το Νοέμβρη του 1968, δεν ήταν ένας απλός επιθεωρητής αλλά ο γενικός... Πώς και γιατί βρέθηκαν μαζί στη Μονεμβάσια; Εκτίμησε ο Δρίτσας τα προσόντα του νεαρού υφισταμένου; Με τα δεδομένα που ανέφερα, δεν αποκλείεται. Ήταν κέρβεροι οι επιθεωρητές αλλά είχαν και βαθιά γνώση του αντικειμένου τους. Ιδιαίτερα οι γενικοί επιθεωρητές που έχουμε πολλές ξέχωρες μορφές της παιδαγωγικής ανάμεσά τους. Ήταν λοιπόν και ο Δρίτσας μια τέτοια φωτισμένη προσωπικότητα; Ή...
Του ζήτησε να τον μεταφέρει με το "Γηρυόνη" του; Δύσκολη η απάντηση. Πληροφορίες δεν έχουμε. Μόνο το γεγονός της κοινής τους μετάβασης στη Μονεμβασιά. Αυτό είναι το μόνο βέβαιο και όλα τα άλλα ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας. Αν λοιπόν αποφασίσω ποτέ να γράψω ένα μυθιστόρημα για το Δάσκαλο, ε, ίσως και να την αφήσω "λίμπερδη" και να αρχίσω να σας παραμυθιάζω για ουζάκια στις ψαροταβέρνες της περιοχής ή για τις κουβέντες που έκαναν για το Σολωμό και το Σεφέρη περιδιαβαίνοντας τα πανέμορφα δρομάκια της καστροπολιτείας. Καθώς μάλιστα τα περπάτησα κάποτε κι εγώ, αγκαλιά με έναν μεγάλο έρωτα (φροντίστε αν πάτε να κάνετε το ίδιο, αξίζει όσο τίποτε... ) θα είμαι και ιδιαίτερα παραστατική. Διότι οι έρωτες των ανθρώπων κάποτε πεθαίνουν αλλά των τόπων μας χαράζουνε για πάντα. Κι η Μονεμβασιά είναι τέτοιος τόπος, φωτιά. Σου κόβεται κυριολεκτικά η φωνή όταν πρωτοπεράσεις την καστρόπορτα και βρεθείς από τη μια στιγμή στην άλλη να ξετυλίγεις τα τυλιγάδια χρόνων περασμένων. Και αν και είπα παραπάνω για Σολωμό και για Σεφέρη, εσείς φροντίστε να έχετε μαζί κάποιο βιβλιαράκι του Ρίτσου. Γιατί Μονεμβασιά σημαίνει Ρίτσος. Και μέσα στην τόση ομορφιά που έχω να θυμάμαι έχω και το δυσάρεστο συναίσθημα εκείνου του παλιού αγαπημένου που ήταν μονόπλευρα δοσμένος στον Ηλεκτρισμό του κι από τέχνη φαν των Στόουνς και άλλων ξενόφερτων μουσικών της δεκαετίας του '60. Από ποίηση; Άσχετος... Κι από Ρίτσο; Μόνο το γνωστό ανέκδοτο της Μονεμβάσιας βρήκε να μου πει. Ένα κατάλοιπο της μισαλλοδοξίας των ανθρώπων της περιοχής και δη της μετεεμφυλιακής που έτυχε από τον πατέρα του, τελώνη κάποτε εκεί, να γνωρίζει: "Αν δεις Ρίτσο κουμπώσου και αν δεις Ριτσοπούλα.. " Το αντίθετο... Δε θέλω ούτε να το γράψω γιατί πολύ με πόνεσε μέσα στην εμορφιά του τόπου έτσι βάρβαρα να με προσγειώνουν στο βόρβορο των ανθρώπων.
Φαντάσου όμως με ένα Λιαντίνη να γεύεσαι τέτοιες ονειρεμένες στράτες! Α, θα πάρω το αίμα μου πίσω αν ποτέ αποφασίσω να το γυρίσω στις μυθιστορίες. Κι από τους επιθεωρητές, γιατί όχι; Πολλά τους έχω μαζεμένα και εκείνων από όσα τράβηξαν οι παλιοί μας συνάδελφοι στα χέρια τους. Ένα μονάχα δε θα μπορέσει ούτε η φαντασία μου να φτάσει. Το Λιαντίνη δίχως σακάκι και γραβάτα ενώπιον του επιθεωρητή. Τέτοιες εικόνες ούτε στα παραμύθια δε θα βρεις...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου