ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ KΟΡΩΝΗΣ
Δεν ήτονε καλά σωστός κι από μακρά γρικούσι
σάλπιγγες με τσι νιάκαρες, βούκινα, και κτυπούσι. 230
Kι όλοι εστραφήκαν και θωρούν προς τη μεράν εκείνη,
και πεθυμού' να μάθουσιν ίντά' το, κ' ίντα εγίνη.
Kι ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
είς Kαβαλάρης, κ' ήρχετο την Tζόγια να κερδέσει,
σ' ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο, 235
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.
Ήτονε δίχως φορεσά, κ' εβγήκε από'να σπήλιο,
ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα' σαν τον Ήλιο.
Tούτο το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
με σγουραφιές τριώ' λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες. 240
Tο μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σα δάση,
το μπλάβο, πέτρες [χάλαβρο], που μπόρειε να γελάσει
η σγουραφιά κάθ' άνθρωπον οπού να μην κατέχει,
και να θαρρεί κι απαρθινά ο τόπος σπήλιον έχει.
Ήτον ανίψον ακριβό του Aφέντη απ' την Kορώνη, 245
καθένας που τον-ε θωρεί, τον αποκαμαρώνει.
Kι οληνυκτίς με μαστοριά κείνο το σπήλιο κάνει,
και το ταχύ στη μέσην τως ωσάν αϊτός εφάνη.
Δρακόμαχος εκράζετο, έτσ' ήτον τ' όνομά του,
σπίδες, λιοντάρια εσκότωσε με τη παλικαριά του. 250
H σγουραφιά τση κεφαλής δείχνει την όρεξί του,
πως χαίρεται στα βάσανα και θρέφει τη ζωήν του.
Eίχεν εκείνο το Πουλί που στη φωτιά σιμώνει,
καίγεται κι άθος γίνεται, και πάλιν ξανανιώνει.
Eλέγασιν τα γράμματα, σ' όποιον κι αν τα διαβάζει, 255
πως η φωτιά, που τον κεντά, δροσίζει, όχι να βράζει:
"Όσο σιμώνω στη φωτιά, και βράζει και κεντά με,
τόσο και ξανανιώνει με, γιατρεύγει και φελά με."
Δεν ήτονε καλά σωστός κι από μακρά γρικούσι
σάλπιγγες με τσι νιάκαρες, βούκινα, και κτυπούσι. 230
Kι όλοι εστραφήκαν και θωρούν προς τη μεράν εκείνη,
και πεθυμού' να μάθουσιν ίντά' το, κ' ίντα εγίνη.
Kι ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
είς Kαβαλάρης, κ' ήρχετο την Tζόγια να κερδέσει,
σ' ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο, 235
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.
Ήτονε δίχως φορεσά, κ' εβγήκε από'να σπήλιο,
ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα' σαν τον Ήλιο.
Tούτο το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
με σγουραφιές τριώ' λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες. 240
Tο μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σα δάση,
το μπλάβο, πέτρες [χάλαβρο], που μπόρειε να γελάσει
η σγουραφιά κάθ' άνθρωπον οπού να μην κατέχει,
και να θαρρεί κι απαρθινά ο τόπος σπήλιον έχει.
Ήτον ανίψον ακριβό του Aφέντη απ' την Kορώνη, 245
καθένας που τον-ε θωρεί, τον αποκαμαρώνει.
Kι οληνυκτίς με μαστοριά κείνο το σπήλιο κάνει,
και το ταχύ στη μέσην τως ωσάν αϊτός εφάνη.
Δρακόμαχος εκράζετο, έτσ' ήτον τ' όνομά του,
σπίδες, λιοντάρια εσκότωσε με τη παλικαριά του. 250
H σγουραφιά τση κεφαλής δείχνει την όρεξί του,
πως χαίρεται στα βάσανα και θρέφει τη ζωήν του.
Eίχεν εκείνο το Πουλί που στη φωτιά σιμώνει,
καίγεται κι άθος γίνεται, και πάλιν ξανανιώνει.
Eλέγασιν τα γράμματα, σ' όποιον κι αν τα διαβάζει, 255
πως η φωτιά, που τον κεντά, δροσίζει, όχι να βράζει:
"Όσο σιμώνω στη φωτιά, και βράζει και κεντά με,
τόσο και ξανανιώνει με, γιατρεύγει και φελά με."
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ
ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
ΑΕΤΟΣ
Θα γενεί τρόπος να λυγίσει
η επιμονή του αλυσοδεμένου Νόστου.
Με το φως βιάζοντας τα λοξά περάσματα
Και με το φως υλοτομώντας
διάσελα και ντερβένια στα πετρωτά βουνά
της Θηροφόνης και της Ελαφηβόλου
Δεν θα ελαττωθούν τα έλατα.
Και μήτε που θ' αρνηθούν οι ήχοι να στέρξουν
τη σιωπή να λειτουργήσουν
με νιάκαρες πολεμικές και ταμπούρλα.
Έως ότου σταλάζοντας στάλα τη στάλα
στη Μονή Δοχειάριου
αθανατίσουν τα ύψη.
Και το Δύσκολο βολετό θα γενεί
καθώς το μειλίχιο ήθος των χρωμάτων
θα νικήσει τη μοχθηρία των λιθαριών.
Ένα θυμωμένο φαρί
αλωνίζει τους ορίζοντες
καθώς ο τιμωρός με την πληγή Αχιλλέας.
Με χρυσά τα πέταλα
και μαλαματένια καρφιά
που τα τροχίζει της αστραπής το ακόνι
Θα γενεί τρόπος να λυγίσει
η επιμονή του αλυσοδεμένου Νόστου.
Με το φως βιάζοντας τα λοξά περάσματα
Και με το φως υλοτομώντας
διάσελα και ντερβένια στα πετρωτά βουνά
της Θηροφόνης και της Ελαφηβόλου
Δεν θα ελαττωθούν τα έλατα.
Και μήτε που θ' αρνηθούν οι ήχοι να στέρξουν
τη σιωπή να λειτουργήσουν
με νιάκαρες πολεμικές και ταμπούρλα.
Έως ότου σταλάζοντας στάλα τη στάλα
στη Μονή Δοχειάριου
αθανατίσουν τα ύψη.
Και το Δύσκολο βολετό θα γενεί
καθώς το μειλίχιο ήθος των χρωμάτων
θα νικήσει τη μοχθηρία των λιθαριών.
Ένα θυμωμένο φαρί
αλωνίζει τους ορίζοντες
καθώς ο τιμωρός με την πληγή Αχιλλέας.
Με χρυσά τα πέταλα
και μαλαματένια καρφιά
που τα τροχίζει της αστραπής το ακόνι
Χίλια πράγματα μπορεί κανείς να πει ή να υποθέσει για τα δύο παραπάνω ποιήματα. Ένα δεν μπορεί να αρνηθεί. Την άμεση σχέση μεταξύ τους.
Και δεν μπορεί να αρνηθεί και κάτι ακόμη. Ας μην το ξεχνάμε και αυτό:
Πως ολόκληρη η γραπτή μαρτυρία του Λιαντίνη είναι απαραίτητο να μελετηθεί και σε βάθος αν θέλουμε κάποτε να τον κατανοήσουμε. Και ειδικά οι ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ. Που αποδεικνύονται χρυσωρυχείο αμύθητης αξίας.
π.χ. Λογικές που καλλιεργούν το δήθεν ενδιαφέρον για τη λογοκρισία ενός άρθρου του για τον Ελύτη και την ίδια ώρα λογοκρίνουν ολόκληρο βιβλίο του, και μιλάμε για τη μη αναφορά του βιβλίου ΟΙ ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ στον κατάλογο των άλλων έργων του, θέλουν μα δεν μπορούν να κρύψουν ότι δεν αποσκοπούν στη διάδοση της φιλοσοφίας του Λιαντίνη.
Και είναι τραγικό να ακούμε ανθρώπους να λένε πως γνώρισαν το Λιαντίνη από τις επιστολές που έγραφε στα είκοσι και αγνοούν την ίδια ώρα τον ποιητή Λιαντίνη. Ή που κάθονται και παρακολουθούν βίντεο και δεν πιάνουν να διαβάσουν τι έγραψε. Τι ευτελισμός αντιμετώπισης για ένα στοχαστή...
Κι έρχεται εκείνος με τη λέξη "νιάκαρες" να μας δείξει ακόμη μία φορά την αξία της μελέτης. Όχι μόνο του δικού του έργου αλλά και κάθε άλλου που ο χρόνος σεβάστηκε και το ανέδειξε σε ποίημα. Μία και μοναδική φορά αναφέρεται στους 10.000 στίχους του Ερωτόκριτου η λέξη αυτή. Κι όμως εκείνος και την πρόσεξε και την ανέσυρε από τη λήθη. Γιατί εκείνος τους ποιητές δεν τους άκουγε μόνο στα βίντεο... τους διάβαζε και τους ξαναδιάβαζε και μία και δύο και είκοσι φορές. Ως να φωτίσει μέσα του το ποίημα.
Και να γρικήσει το κρυφό του μήνυμα. Να το απο-κρυπτο-γραφή-σει. Κι έπειτα σταλάζοντας στάλα τη στάλα τους δικούς του στίχους - τους τροχισμένους με της αστραπής το ακόνι - να στοχεύσει στα ύψη. Να τα αθανατίσει...
Μα πώς μπορούν ένα τέτοιο έργο έτσι να το υποτιμούν;
Μια εξήγηση χωρά. Γιατί ιδέα δεν έχουν περί τίνος πρόκειται. Και ιδέα δεν έχουν γιατί αγνοούν τα μυστικά νάματα που το έθρεψαν. Κατά τα άλλα τους ένοιαξε που δε δημοσιεύτηκε ολόκληρο το άρθρο για τον Ελύτη... Λες και ο Λιαντίνης στάθηκε κύρια ένας κριτικός της ποίησης του ενός και του άλλου και δεν άφησε και ο ίδιος ποίηση.
Κι απορούν μετά που τους λέμε ότι τέτοια τακτική είναι μόνο για τα τελεβίζια και δη της απογευματινής ζώνης και για τα κουτσομπολίστικα περιοδικά...
__________________________
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΡΟΥΜ HOMA EDUCANDUS
Και δεν μπορεί να αρνηθεί και κάτι ακόμη. Ας μην το ξεχνάμε και αυτό:
Πως ολόκληρη η γραπτή μαρτυρία του Λιαντίνη είναι απαραίτητο να μελετηθεί και σε βάθος αν θέλουμε κάποτε να τον κατανοήσουμε. Και ειδικά οι ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ. Που αποδεικνύονται χρυσωρυχείο αμύθητης αξίας.
π.χ. Λογικές που καλλιεργούν το δήθεν ενδιαφέρον για τη λογοκρισία ενός άρθρου του για τον Ελύτη και την ίδια ώρα λογοκρίνουν ολόκληρο βιβλίο του, και μιλάμε για τη μη αναφορά του βιβλίου ΟΙ ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ στον κατάλογο των άλλων έργων του, θέλουν μα δεν μπορούν να κρύψουν ότι δεν αποσκοπούν στη διάδοση της φιλοσοφίας του Λιαντίνη.
Και είναι τραγικό να ακούμε ανθρώπους να λένε πως γνώρισαν το Λιαντίνη από τις επιστολές που έγραφε στα είκοσι και αγνοούν την ίδια ώρα τον ποιητή Λιαντίνη. Ή που κάθονται και παρακολουθούν βίντεο και δεν πιάνουν να διαβάσουν τι έγραψε. Τι ευτελισμός αντιμετώπισης για ένα στοχαστή...
Κι έρχεται εκείνος με τη λέξη "νιάκαρες" να μας δείξει ακόμη μία φορά την αξία της μελέτης. Όχι μόνο του δικού του έργου αλλά και κάθε άλλου που ο χρόνος σεβάστηκε και το ανέδειξε σε ποίημα. Μία και μοναδική φορά αναφέρεται στους 10.000 στίχους του Ερωτόκριτου η λέξη αυτή. Κι όμως εκείνος και την πρόσεξε και την ανέσυρε από τη λήθη. Γιατί εκείνος τους ποιητές δεν τους άκουγε μόνο στα βίντεο... τους διάβαζε και τους ξαναδιάβαζε και μία και δύο και είκοσι φορές. Ως να φωτίσει μέσα του το ποίημα.
Και να γρικήσει το κρυφό του μήνυμα. Να το απο-κρυπτο-γραφή-σει. Κι έπειτα σταλάζοντας στάλα τη στάλα τους δικούς του στίχους - τους τροχισμένους με της αστραπής το ακόνι - να στοχεύσει στα ύψη. Να τα αθανατίσει...
Μα πώς μπορούν ένα τέτοιο έργο έτσι να το υποτιμούν;
Μια εξήγηση χωρά. Γιατί ιδέα δεν έχουν περί τίνος πρόκειται. Και ιδέα δεν έχουν γιατί αγνοούν τα μυστικά νάματα που το έθρεψαν. Κατά τα άλλα τους ένοιαξε που δε δημοσιεύτηκε ολόκληρο το άρθρο για τον Ελύτη... Λες και ο Λιαντίνης στάθηκε κύρια ένας κριτικός της ποίησης του ενός και του άλλου και δεν άφησε και ο ίδιος ποίηση.
Κι απορούν μετά που τους λέμε ότι τέτοια τακτική είναι μόνο για τα τελεβίζια και δη της απογευματινής ζώνης και για τα κουτσομπολίστικα περιοδικά...
__________________________
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΡΟΥΜ HOMA EDUCANDUS
Από κει και τα ακόλουθα:
[Λεξικό Κριαρά]
νιάκαρη η. — Βλ. και ανακαράς, νάκαρο. 1) (Στον πληθ.) τύμπανα ή κρόταλα: σάλπιγγες με τσι νιάκαρες (Ερωτόκρ. Β 230). 2) ?Είδος πνευστού, σάλπιγγα: Τη νιάκαρην επαίζαν και ταμπούκι (Λεηλ. Παροικ. 34). [βεν. gnacara· πβ. το ιταλ. gnacchera. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.] νάκαρο το· νιάκαρο. — Βλ. και ανακαράς, νιάκαρη. (Στον πληθ.) μεταλλικά τύμπανα καλυμμένα με δέρμα, που παίζονταν, συν. δύο μαζί, από στρατιωτικούς μουσικούς (συν. προκ. για μικρή μπάντα από κρουστά και πνευστά που συνόδευε στρατιωτικές επιχειρήσεις): (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28524)· Ταμπόκια να κτυπούσινε, νιάκαρα να λαλούσι, τους Τούρκους ν’ αναγκάζουνε απάνω ν’ ανεβούσι (αυτ. 16623). [παλαιότ. ιταλ. naccaro· ο τ. βεν. gnacara. Η λ. και ο τ. σήμ. ιδιωμ.] ανακαράς ο· νακαράς. (Συν. στον πληθ.) είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συν. έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις): όργανα του πολέμου, τρουμπέτες …, τύμπαν’, ανακαράδες (Διήγ. Bελ. χ 272)· Ολονυκτίς ακούγανε πίφερες, νακαράδες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15617). [αραβ. nakkāra ή μεσν. λατ. nacara - παλαιότ. ιταλ. naccara. Πβ. λ. ανάκαρον το 14. αι. (LBG) και ανάκαρα τα στο Meursius· βλ. και νάκαρο. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.] ΠΗΓΗ http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html
ΜΕΙΖΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΥ ΦΥΤΡΑΚΗ
νάκαρα [ρ. ανακαρώνω < ανά αρχ. ρ. καρώ (= βυθίζω σε ύπνο)] (τα) ουσ. 1. η σωματική δύναμη ψυχική αντοχή, διάθεση. 2. [αραβ. λ.] διπλά τύμπανα των Βυζαντινών που τα έπαιζαν οι καβαλάρηδες στις στρατιωτικές και άλλες παρελάσεις (γεν.) μουσικά όργανα: και βούκινα και νάκαρα ξεσπάνε και φρενιάζουν ανάκαρα [μσν. ανάκαρα < ανακαρώνω < πρόθ. ανά αρχ. καρώ (= βυθίζω σε βαθύ ύπνο)] (τα) ουσ. σωματική δύναμη, αντοχή: ούτε δεν είχε ανάκαρα κρυφά ν' αναστενάζει (Α. Βαλαωρίτης) νάκαρα (βλ. λ.) κακαρώνω [καρώνω αρχ. καρώ κάρος (= αναισθησία, νάρκη)] ρ. (κακάρωσα) πεθαίνω· (εύχρ. ιδ. στη φρ.) τα κακάρωσε κακάρωμα (το) ουσ. θάνατος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου