Ο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ;
Τι τίτλος... Ταιριαστός με την ώρα. Ξημερώματα Σαββάτου. Παλεύοντας ανάμεσα στο ξύπνιο και στον ύπνο. Με ένα τσιγάρο αναμμένο και χωρίς να αποφασίζω αν θα φτιάξω καφέ ή θα πάω μέσα να συνεχίσω τον ύπνο.
Είμαι από τους ανθρώπους που μέρα τη μέρα όλο και λιγότερο τους αρέσει η δουλειά τους. Και ορθότερα: η δουλεία τους.
Και τι απογοήτευση όταν αυτή τη δουλειά κάποτε την είχες ερωτευτεί...
Τουλάχιστον τους άντρες που ερωτεύεσαι μπορείς να τους αφήσεις όταν ο έρωτας σβήσει. Τη δουλειά, όχι. Ώσπου γίνεται βρόγχος και σε πνίγει. Κάθε πρωί παλεύεις μπρος στον καθρέφτη. "Δε θέλω να πάω σχολείο". Και κάθε βράδυ κοιμάσαι ύπνους δίχως όνειρα. Άλλο σπούδασα και άλλο κάνω.
Και άλλος ο δάσκαλος στο ιδεοδρόμιο εκείνων των μακρινών ταξιδιών. Με ημερομηνία αρχικής απογείωσης το Σεπτέμβρη του 1992. Ως τότε απλά δεν ήξερα δάσκαλος τι σημαίνει. Και σερνόμουνα στα τυφλοκάντουνα όσων μου δίδαξαν στις ακαντέμιες... Το 92 ήρθε ο Λιαντίνης. Και έμεινε.
Τώρα, τις Παρασκευές, που ξέρω πως δε χρωστάω σε κανέναν το Σάββατο, πέφτω ξερή στον καναπέ. Λέω για λίγο. Κι έπειτα βυθίζομαι στον ύπνο και ξυπνώ χαράματα. Νωρίτερα και από τις μέρες που φοράω το ζυγό και τρέχω...
Η πόλη κοιμάται. Στη διπλανή λεωφόρο αραιά και πού περνάνε κάποια ακόμη νυχτοπούλια. Ξενύχτηδες της Παρασκευής; Ή κάποιοι που φοράνε ζυγό και τα Σάββατα;
Βγαίνω στο μικρό μπαλκόνι. Εδώ που είναι το "στρατηγείο" μου. Πάει καιρός που δεν μπορώ να γράψω μέσα στο σπίτι. Με πνίγουν οι τοίχοι. Ακόμη και το χειμώνα. Τυλιγμένη σε μπουφάν και κασκόλ. Κι ας παγώνουν τα δάχτυλα. Είναι μια μικρή ψευδαίσθηση ελευθερίας εδώ.
Δίπλα μου ο σκοτεινός κήπος. Έρωτας και αυτός. Ώσπου να αποφασίσει ο εργολάβος να χτίσει την έρημη από χρόνια γειτονική μονοκατοικία. Και να υψώσει έναν τεράστιο άσπρο τοίχο που θα μου κρύψει και την τελευταία φλούδα ουρανό. Λέω πως ως τότε θα έχω προλάβει να φύγω. Από το μεγάλο καζάνι της Αθήνας. Χίμαιρα;
Εδώ λοιπόν απλώνω τον υπολογιστή και τα βιβλία. Εδώ γράφω. Άλλοτε για να ταλαιπωρώ τα πλήκτρα κι άλλοτε για να "μη νιώθουν μόνοι" οι φίλοι μου.
Ένα πουλάκι τερετίζει μέσα στο μαύρο. Ξεγελάστηκε από το φως του μπαλκονιού ή νιώθει τη μέρα που έρχεται;
Έγραφα χτες όλη μέρα. Και στο τέλος δε δημοσίευσα ούτε λέξη. Εμ, με αυτά που πιάστηκα, καλά να πάθω. Την τελευταία δεκαετία του Λιαντίνη; Ποιος μπορεί να γράψει γι' αυτά τα χρόνια χωρίς να πατάει κάθε τρεις και λίγο ντιλίτ;
Ακόμη βαρύτερος ο ύπνος αυτής της Παρασκευής. Και όταν κατάφερα να νικήσω τη βαρυτική των βλεφάρων, βγήκα απλά και μόνο (έτσι νόμιζα) να συμμαζέψω το κομπιούτερ που είχε μείνει ανοιχτό. Εκεί το έκανα το λάθος. Να "γκουγκλάρω" τη λέξη που με βασάνιζε. Γκέμμα...
Τι το ήθελα; Μια ακόμη απογοήτευση. Δώδεκα χρόνια μετά...
Δώδεκα χρόνια μετά από την εξαφάνιση του συγγραφέα. Και ποια η σχέση του με τους άλλους; Να τι ψάρεψαν τα πρωινά μου δίχτυα:
(Η επιλογή των αποσπασμάτων είναι από το τελευταίο του βιβλίο, τη Γκέμμα. Η μελέτη τους θα βοηθήσει τον «αμύητο» χρήστη να κατανοήσει τη σκέψη του Δημήτρη ...
Χριστέ και απόστολοι και οι άγιοι όλοι... (βγήκε από μέσα μου η χριστιανομαθημένη, ξέρω αυτό θα πουν κάποιοι άσπονδοι φίλοι... άστους να λένε... Και το πουλάκι εκεί κάτω στον κήπο εξακολουθεί να κρώζει... )
Από ποια λέξη να πιαστείς και να μην σπαράξεις; Τον ίδιο πόνο κάποιων άλλων μαθητών, σε έναν άλλο Γολγοθά. Και στα ιμάτια του δασκάλου βάζουν πάλι κλήρο...
Ποιοι; Οι μυημένοι;
Και τα μοιράζουν ελεητικά σε ποιους; Στους αμύητους; ( Όχι στους αμίαντους; )
Σε όσους δεν πρόκαμαν να δουν τι είπε ο μεγάλος "μύστης":
"Είναι στοιχειωδώς φρόνιμο προκειμένου να κρίνει κανείς κάποιον όχι μόνο να μελετήσει και να ξαναμελετήσει τα κείμενα,
το άγιο Πρωτότυπο,
όπως θα ‘λεγε ο Γκαίτε, αλλά και να τα μελετήσει ολόκληρα. Αρχή και τέλος.
Όταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς του όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά, γράφει και ξαναγράφει ο αγράμματος Μακρυγιάννης."
Αυτά έγραφες - αντέγραφες - πάλι προχτές. Από το Homo Educandus, σελ. 105.
Επιμένοντας στο ίδιο μονότονο τραγούδι. Να τον διαβάσουν πρώτα όλον. Να μελετήσουν ακόμη και τα σχόλια. Ως και τον πίνακα των ονομάτων...
Γιατί δεν είναι τούτος ένας ακόμη γραφιάς. Είναι ποταμός και άνεμος:
Ποταμέ μου, όταν γιομίζεις
και βαρείς και κυματίζεις,
πάρε με στα κύματά σου
στα βεργολυγίσματά σου,
να με πας στη δύση - δύση
και στης Αργαστής τη βρύση.
Από το ΕΔΩ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ - ΓΚΕΜΜΑ (σελ. 157)
Και σε άλλους καιρούς τον ίδιο ποταμό ταξίδευες... Φανερώνοντας τα αφανέρωτα και τα λησμονημένα. Ψάχνοντας όχι μόνο σε κάθε του λέξη, σε κάθε του κόμμα, μα και ανάμεσα. Στις σιωπές και στα κενά διαστήματα...
Για να καταλήξεις πού; Να μην μπορείς ένα ολόκληρο απόγευμα να σταυρώσεις λέξη για τη Γκέμμα. Να γράφεις και να σβήνεις. Ξανά και ξανά...
Για ποιους; Σίγουρα όχι για τους "μυημένους αμύητους" που επιμένουν στα αποσπάσματα.
Μόνο για μια δράκα που περπατούν ανάποδα το μονοπάτι. Κι όλο τ' απόσκια πορπατούν:
Όλα τα λάφια που βοσκούν όλα δροσολογιούνται
Και μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει μαζί με τ' άλλα
Μόνο στ' απόσκια περπατεί, τ' απόζερβα αγναντεύει
Κι όπου βρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει
Κι ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει
Γιατί λαφίνα ταπεινή δεν πας κοντά με τ' άλλα
Μόνο στ' απόσκια περπατείς τα απόζερβα αγναντεύεις
Κι όπου βρεις γάργαρο νερό θολώνεις το και πίνεις
Ήλιε μου Σα με ρώτησες θα σου το μολογήσω
Δώδεκα χρόνους έκαμα μόνη χωρίς ελάφι
Δώδεκα χρόνους ήλιε μου στείρα χωρίς ελάφι
Κι από τους δώδεκα κι ομπρός εγέννησα λαφάκι.
Και σαν εβγήκε ο βασιλιάς να λαφοκυνηγήσει
Το βρίσκει μοσχανάθρεφτο και το διπλοσκοτώνει
Γι αυτό στ' απόσκια περπατώ τ' απόζερβα αγναντεύω
Κι όπου βρω γάργαρο νερό θολώνω το και πίνω
Κι ο ήλιος τότε δάκρυσε και τα βουνά ριγήσαν
Και το φεγγάρι έσβησε ν' ακούσει το ελάφι
Κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές μαζί του αναστενάξαν
Κλάψε με, μάνα κλάψε με, με ήλιο με φεγγάρι.
Τους το αφιερώνω. Από καρδιάς. Στη δρακοντογενιά του Γιαννιά...
"Δράκος" ξέρουμε, αλήθεια, τι σημαίνει;
Μα τι ρωτώ κι εγώ... Κολλημένη μια ζωή σε κείνο το "λέπας"... Και με τα λεξικά παραμάσχαλα να βασανίζομαι λέξη τη λέξη.
Ο δράκος, λοιπόν, πιθανόν ετυμολογείται, έτσι γράφει το λεξικό του Τεγόπουλου Φυτράκη, από το δρακείν του ρ. δέρκομαι ( = βλέπω, παρατηρώ). Και από τα Ελληνικά και δη το ΕΠΙΜΕΤΡΟ του Δημήτρη Λιαντίνη επισυνάπτω το ακόλουθο πρόθεμα:
Και χρεωστώ να ευχαριστήσω τους μελλοντικούς αναγνώστες μου
εκ μέρους εκείνων που σιωπούσαν, αλλά έβλεπαν"
Δ.Λ.
Πώς τώρα έφτασε η λέξη "δράκος" άλλο τελείως να σημαίνει; Ο Μπαμπινιώτης παραπέμπει στον Όμηρο και στο έντονο βλέμμα των ερπετών που παραλύει τα θύματά τους.
Πάντως ως τις μέρες μας έφτασε από την ίδια ρίζα (δέρκομαι) να λέγεται με την αρχική σημασία το επίθετο οξυ-δερκής.
Έτσι και η δρακοντογενιά. Του Γιαννιά... Σιωπά αλλά βλέπει.
Τους ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου.
Μη αυτοί, γιατί να συνεχίζω να γράφω;
________________________
Υ.Γ. Και για να δεις, τίμιε αναγνώστη, πόσο έβλαψε τη διάδοση του έργου του Λιαντίνη αυτή η τακτική της παραχάραξης, η τακτική να μιλούν για εκείνον δίχως να τον έχουν μελετήσει ολόκληρο και σε βάθος, και να ζητούν και σε άλλους να κάνουν το ίδιο, κάντε κλικ εδώ. Μία φοιτητική σελίδα είναι. Και όμως τι λέει;
Να μελετήσουν το Λιαντίνη από αποσπάσματα για να κατανοήσουν τη σκέψη του!!!
Αναμετάδοση στο διαδίκτυο του αρχικού λάθους. Δες στο τέλος του άρθρου από πού... Από ποια ιστοσελίδα το αναδημοσιεύουν...
Για να κατανοήσεις κι εσύ με τη σειρά σου τον αγώνα μας να περάσει η ιστοσελίδα αυτή στα χέρια εκείνων που δικαιούνται να μιλούν για το Λιαντίνη. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Λιαντίνης έτσι το ζήτησε, στο μικρό κατάλογο που άφησε... μα και γιατί εκπληρούν τους όρους του Μακρυγιάννη. Έχουν μελετήσει το Άγιο Πρωτότυπο και μάλιστα αρχή και τέλος. Πώς αλλιώς;
Το δημοτικό τραγουδάκι που ακολουθεί είναι αφιερωμένο εξαιρετικά σε εκείνη, την πρώτη του καταλόγου που άφησε ο Δημήτρης Λιαντίνης, και που ακούραστα τόσα χρόνια δίνει τον αγώνα να αποκατασταθεί η μνήμη του Δημήτρη Λιαντίνη:
Γείραν τ' απόσκια γείρανε, Λελούδα μ' στην αυλή σου,
κι εσύ Λελούδα μ' άργησες, στο μύλο μην πηγαίνεις,
γιατί 'ναι Τούρκος μυλωνάς, κι αράπης πασπαλιάρης,
παίρνει για ξάι* χάιδεμα, φιλεί τα μαύρα μάτια.
* ξάι = αντάλλαγμα
(τσάμικος του γάμου από το gardiki.net)
Κι ελάτε τώρα, ακριβοί μου φίλοι, να δείτε πώς εμείς μελετούμε το Λιαντίνη. Με συνεχή αναστροφή και διαρκή μελέτη. Όχι αποσπασματικά. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να τον προσεγγίσεις.
Ανοίξτε λοιπόν τη Γκέμμα. Στην ίδια σελίδα που υπάρχει το ποίημα για τον ποταμό, που όταν γιομίζει και βαρεί και κυματίζει... Και διαβάστε τι προηγείται: (σελ. 156)
"Την ενάτη ισταμένου του μήνα Μαιμακτηριώνα ο Εμπεδοκλής επιχείρησε τη δεύτερη ανέβαση στο όρος.
Παρότι χιονοδρόμος στα πρώτα του νιάτα, εβιάστηκε να προφτάξει τα χιόνια. Γιατί σε λίγο θα σκέπαζαν τις κορφές. Και σε τούτο το ανηφόρισμα λογάριαζε να μη συναντήσει εξωτερικές αλυκόντιες. Του έφτανε ο μέσα του αγώνας.
Ωστόσο σε τούτη τη δεύτερη πορεία ένιωθε πολύ πιο ασφαλής σε σύγκριση με την προηγούμενη φορά. Εκείνο το πρώτο, το αρχαίο βάρος του όρους, τώρα είχε αλλάξει μέσα του αίσθηση. Ωσάν τα δισεκατομμύρια οι τόννοι της ύλης να είχαν σκορπίσει. Να είχαν μεταστοιχειωθεί σε στοιχεία πολύ ελαφριά. Το ποσό της ενέργειας που εκλύθηκε όμως είχε περάσει στη ματιά του σαν ένα είδος κυρίαρχης ιδιότητας. Αν ήθελες να ονομάσεις το ύφος που είχε το βλέμμα του τώρα, θα τό 'λεγες πέτρωση του ανέμου. Ή ανίατη εμμονή.
Προτού φτάσει ν' ανηφορίσει την πρώτη απαγανιά, επέρασε μια μικρή κοιλάδα που την έλεγαν Στο Μύλο. Εκοίταξε τον παλαιό νερόμυλο με το βαγένι, με τη φτερωτή, και με τη χελιδόνα του. Το μασούρι, το βαρδάρι, οι μυλόπετρες. Και ύστερα εστράφηκε κατά τη φορά του μυλαύλακου, όσο να φτάσει στην αρχή του. Εκεί στη Δέση των νερών, ακούμπησε στον όχτο του αυλακιού και θυμήθηκε το τραγούδι που άκουγε παιδί να τραγουδάνε οι δύο μυλωνάδες, ο γέρο Γιαννακός, κι ο γέρο Δημητρώνης, την ώρα που έπαιρνε να δειλιάζει η μέρα, και γέρναν τ' απόσκια στις αυλές. Όταν τα κορίτσια ποτίζανε στη γλάστρα το βασιλικό και τα γεράνια τους:
Ποταμέ μου, όταν γιομίζεις
και βαρείς και κυματίζεις,
πάρε με στα κύματά σου
στα βεργολυγίσματά σου,
να με πας στη δύση - δύση
και στης Αργαστής τη βρύση."
Έτσι, καλέ μου, γράφει ο Λιαντίνης. Τόσο δύσκολα και τόσο συμβολικά και με τέτοιο βάθος τεράστιο σε κάθε φράση, σε κάθε λέξη...
Πώς μωρέ να τον κατανοήσεις μόνο με τα αποσπάσματα; Όσο σοφά και αν τα διαλέξεις...
Πρόσεξες στο απόσπασμα τις λέξεις που ετόνισα; Το Μύλο και τη φράση "γέρναν τ' απόσκια στις αυλές"... Δες τώρα ξανά το δημοτικό τραγούδι που αφιερώσαμε στη Λουλούδω τη Δημήτρη Λιαντίνη. Όπως αποκαλούσε τη γυναίκα του. Κι από το Λουλούδω αυτό προέκυψε και το Λου, που έψαχναν άλλοι να βρουν από πού βγήκε... Μα πώς να το βρουν; Μελετώντας αποσπασματικά και επιφανειακά το Λιαντίνη;
Κι έπειτα ξαναδιάβασε και το τελευταίο γράμμα του Λιαντίνη προς την κόρη του. Εκεί που αυτοαποκαλείται ποταμός και άνεμος. Ζητώντας της τι;
"Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου."
Η ίδια τρυφερή φροντίδα για τη σύντροφό του κρύβεται επιμελώς και στο απόσπασμα της Γκέμμας. Με ευθεία παραπομπή για το εξασκημένο μάτι στο δημοτικό τραγούδι που ζητά από τη Λελούδα να μην πάει στο μύλο... γιατί ο γέρο Γιαννακός και ο γέρο Δημητρώνης δεν είναι πια εδώ... πλάκωσε τουρκιά και αραπιά... και θα της ζητήσουν ανταλλάγματα. Τι ανταλλάγματα;
Πατήστε τώρα εδώ και ακούστε το ηχητικό ντοκουμέντο με τίτλο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - ΕΠΙΕΙΚΙΑ, Μνηστηροφονία, ραψωδία Χ του Ομήρου, από ομιλία του Λιαντίνη για τη Γκέμμα, το κύκνειο άσμα του:
"ω κύνες, ού μ' έτ' εφάσκεθ' υπότροπον οίκαδε νείσθε δήμου από Τρώων, ότι μοι κατεκείρετε οίκον δμωήσιν τε γυναιξί παρευνάζεσθε βιαίως αυτού τε ζώοντος υπεμνάασθε γυναίκα, ούτε θεούς δείσαντες, οι ουρανόν ευρύν έχουσιν, ούτε τιν' ανθρώπων νέμεσιν κατόπισθεν έσεσθαι. νυν ύμιν και πάσιν ολέθρου πείρατ' εφήπται."
Να το ακούσετε παρακαλώ ολόκληρο το ηχητικό ντοκουμέντο για να καταλάβετε τι εννοεί ο Λιαντίνης με την αναφορά του στον Όμηρο. Κι έπειτα να προβληματιστείτε. Ποιος είναι ο άνθρωπος που προσπάθησε να ζημιώσει το Λιαντίνη, όπως εκεί αναφέρει ο ίδιος; Και ποια η σχέση με τη μνηστηροφονία;
Ο ίδιος ο Λιαντίνης δεν τον κατονομάζει στο ηχητικό ντοκουμέντο. Βρέθηκαν άλλοι να βιαστούν και να το γράψουν. Πόσο σίγουροι είναι;
Όσο σίγουροι είναι και για την άλλη σκληρή στάση που έδειξε κάποτε ο Λιαντίνης σε ένα φίλο του. Βιάστηκαν κι εκεί να δημοσιεύσουν συμπεράσματα χωρίς να ακούσουν και την άλλη πλευρά. Τι πραγματικά προκάλεσε τον τσακωμό των δύο φίλων... Μηδενί δίκην δικάσεις πριν αμφοίν μύθον ακούσης, έλεγαν οι αρχαίοι έλληνες με την ηθική και την αρετή τους που τόσο προασπίστηκε ο Λιαντίνης στο έργο του. Και που βρήκε αντίκρυσμα στο αρχή και τέλος που ζήτησε αιώνες αργότερα και ο Μακρυγιάννης.
Βλέπετε πόσο δύσκολο έργο είναι να προσεγγίσεις το Λιαντίνη; Και πως είναι αδύνατον να τον κατανοήσεις με σκόρπια αποσπάσματα παρά με συνεχή αναστροφή σε όλα τα ντοκουμέντα που άφησε και σε όλες τις μαρτυρίες των ανθρώπων που τον γνώρισαν;
Κάντε κλικ και εδώ. Είναι ένα βίντεο - απόσπασμα από τη Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου. Το βρήκαμε αρχικά κάπου να παίζει στο διαδίκτυο. Αργότερα μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε ολόκληρο το βίντεο. Κι ανακαλύψαμε έκπληκτοι πως κάποιο "σοφό ψαλίδι" είχε αφαιρέσει από το απόσπασμα την εισαγωγή του. Την προσθέσαμε με το ηχητικό ντοκουμέντο που διαθέταμε. Για να είναι ολοκληρωμένο στο μέτρο του δυνατού το νόημα του αποσπάσματος. Δείτε το για να καταλάβετε τι ακριβώς είχαν ψαλιδίσει.
Κι έπειτα σκεφθείτε το ρόλο που διαδραμάτισαν τα τελευταία χρόνια κάποιοι χώροι του διαδικτύου προσπαθώντας να αποπροσανατολίσουν τους επισκέπτες ακριβώς στο σημείο αυτό. Στη σχέση του Λιαντίνη με τη γυναίκα του.
Πάντα όταν στέκεστε μπροστά σε αποσπάσματα ελλοχεύει ο κίνδυνος εκείνος που σας τα προσφέρει ηθελημένα και από σκοπού να τα έχει επιλέξει ώστε να κατευθύνει τη σκέψη σας σε συμπεράσματα που εκείνον εξυπηρετούν. Κι όχι απαραίτητα και την αλήθεια.
Κι αν αναγκαίο είναι για τεχνικούς λόγους να δημοσιεύεις και αποσπάσματα, οφείλεις τουλάχιστον συνεχώς να παρωθείς τους αναγνώστες να μελετήσουν το άγιο πρωτότυπο. Και ολόκληρο. Όχι να μείνουν στην αναμετάδοση που εσύ κάνεις. Και που δε χρειάζεται να έχεις κακή πρόθεση, αρκεί η προσωπική σου αδυναμία να ερμηνεύσεις το Λιαντίνη ώστε να "ξεγελάσεις" τον αναγνώστη.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον ποταμό και το δημοτικό τραγούδι στο απόσπασμα της Γκέμμας. Αλλά τι ποταμό; Ποταμό που κυματίζει...
Και λίγο πιο πάνω, στο ίδιο απόσπασμα, προσέξτε και τη φράση: "πέτρωση του ανέμου".
Νάτος λοιπόν και ο άνεμος. Είναι το βλέμμα του Εμπεδοκλή. Του Εμπεδοκλή που επιχειρεί τη δεύτερη ανέβαση στο όρος...
Δε θα σταματήσουμε εδώ την αναστροφή μας στα κείμενά του. Αυτή η πέτρωση του ανέμου, το πετρωμένο βλέμμα, μας αναγκάζει να πάμε εδώ. Στο πετρωμένο ελάφι...
Και στον ύμνο του Κλεάνθη. Αλλά και εδώ, στο προλόγισμα από τις Ώρες των Άστρων. Όπου και πάλι μας καρτερεί το ίδιο πετρωμένο ελάφι. Να το επισκεφθείτε το λινκ. Και να διαβάσετε όσα εκεί γράφει σχετικά ο χρήστης Λουκία Σοφού. Τι της συνέβη στο διαδίκτυο όταν προσπάθησε πρώτη φορά να ανεβάσει αυτό το προλόγισμα. Ενδεικτικό της ημιμάθειας σε θέματα Λιαντίνη και πού μπορεί αυτή να οδηγήσει.
Βρείτε μετά το χρόνο να διαβάσετε και αυτό, αξίζει τον κόπο... Γιατί βοηθάει να προβληματιστούμε για τον τρόπο που ο Λιαντίνης επέλεξε τον τίτλο Γκέμμα. Μαργαρίτες και μαργαριτάρια θα βρείτε εδώ σπαρμένα, σαν και τον κήπο που ετοίμαζε ο Λιαντίνης λίγο πριν φύγει... Το περιβολάκι το μαργαριταροσπαρμένο...
Όλα δένουν. Αρκεί να έχεις υπομονή και να ψάχνεις συνεχώς. Είναι φοβερός ο τρόπος που έγραψε αυτός ο άνθρωπος. Αινιγματικός μεν αλλά και εξαιρετικά διδαχτικός στο πώς πρέπει να αναζητούμε την αλήθεια:
"Αντίκρια μου και αντίκρια σου, κι αντίκρια στο φεγγάρι
Εκεί έχουν κρύψει το ψηφί και το μαργαριτάρι."
(Νηφομανής, σελ. 139)
Θα κουραστείς λοιπόν. Και θα ιδρώσεις. Για να βρεις την κρυμμένη αλήθεια. Εσύ. Κανένας άλλος δεν μπορεί να σου προσφέρει έτοιμη την αλήθεια στο πιάτο. Ψέματα σου λέγει όποιος άλλα ισχυρίζεται.
Θα πάρεις και θα περπατάς σαν τη λαφίνα... Που θυμηθήκαμε στο άλλο δημοτικό τραγούδι. Και στα απόσκια για χρόνους θα ξημεροβραδιάζεσαι. Μέχρι και αν βρεθείς σε ξέφωτο.
12 χρόνους, λέει έζησε, χωρίς ελάφι. Όσους και εμείς χωρίς το Λιαντίνη. Και χωρίς επίσημη ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο. Βλέποντας τον ένα και τον άλλο να πυροβολούν το Λιαντίνη και την αλήθεια. Σαν πληγωμένα ελάφια.
Όπως και το άλλο ελάφι το πληγωμένο που αφιέρωσε στο Λιαντίνη ένας επιστήθιος φίλος του. Ο Βασίλης Αναγνωστόπουλος. Αντιγυρίζοντας προφανώς τη δική του φράση για το ελάφι το πετρωμένο.
Αυτός είναι ο δικός μας Λιαντίνης. Κι αυτόν τον Ταΰγετό του περπατούμε. Από απόσκιο σε απόσκιο... Και από το άγιο πρωτότυπο. Όχι από αποσπάσματα στο διαδίκτυο.
Τον ίδιο δρόμο, το δύσκολο, καλούμε και όποιον άλλο θέλει να προσεγγίσει το έργο του, να ακολουθήσει. Απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού... Πώς αλλιώς;
Γι' αυτό και επιμένουμε φορτικά να δίνουμε παραπομπή συνεχώς στα βιβλία του. Και για τον ίδιο λόγο προσθέτουμε σε τόσα σημεία συνδέσμους (links) στις αναρτήσεις μας. Για να αποφεύγεται η αποσπασματική προσέγγιση. Που μόνο παρερμηνείες προκαλεί σε έναν τόσο σιβυλλικό συγγραφέα όπως ο Δημήτρης Λιαντίνης.
Και είναι τα κείμενα μεγάλα. Ξέρουμε, δεν είναι για τους πολλούς. Ποιος σας είπε όμως ότι γράφουμε για τους πολλούς;
Μόνο για τους λίγους που έχουν γνώση, θέληση και αρετή. Για τους αμίαντους. Ποτέ για τους αμύητους.
Στο κάτω κάτω ο Λιαντίνης δεν είναι θρησκεία. Ούτε κι εμείς οι απόστολοί του επί γης.
Αφήνουμε αυτό το ρόλο σε άλλους. Που στα λόγια παριστάνουν τους πολέμιους των θρησκειών και στην πράξη τι; Έχουν βγει στο σεργιάνι για να μυήσουν τους αμύητους λέει! Κάνουν κάτι διαφορετικό οι εκπρόσωποι των θρησκειών, κάθε τόπου και κάθε εποχής;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου