Δημήτρης Λιαντίνης, «Έξυπνον Ενύπνιον : Οι ελεγείες του Duino του Rilke»
Αποτελεί τη διδακτορική διατριβή του Δημήτρη Λιαντίνη και πραγματεύεται όπως φαίνεται και από τον τίτλο τις ελεγείες του Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Σε κάποια βιβλιοπωλεία κυκλοφορεί και μια έκδοση του ίδιου βιβλίου με τον τίτλο: «Η παρουσία του ελληνικού πνεύματος στις ελεγείες του Rilke»:
Πρόσφατα το βιβλίο επανεκδόθηκε (2006) από τις εκδόσεις Δ. Λιαντίνη. Πληροφορίες για το βιβλίο (τιμή κλπ) δείτε στη διεύθυνση του βιβλιοπωλείου της Πρωτοπορίας .
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το βιβλίο φέρει και αφιέρωση:
«Ad Lou exvoto»
Λου, από όσο γνωρίζουμε, ο Λιαντίνης αποκαλούσε τη σύζυγό του, την κ. Νικολίτσα Γεωργοπούλου Λιαντίνη. Αξίζει μάλιστα να σημειώσουμε ότι η σύζυγός του είναι καθηγήτρια πανεπιστημίου, στο τμήμα της Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και το συγκεκριμένο βιβλίο, το «Έξυπνον Ενύπνιον», συμπεριλαμβάνεται στη βιβλιογραφία των μαθημάτων που διδάσκει. (Πληροφορίες εδώ.)
Όμως αξίζει να σημειώσουμε και κάτι ακόμη. Το όνομα «Λου» έχει άμεση σχέση και με το Ρίλκε. Η Λου, η Λου Αντρέας Σαλομέ συγκεκριμένα, υπήρξε η μούσα του Ρίλκε. Αλλά και του Νίτσε, που ο Λιαντίνης αποκαλούσε Δάσκαλό του.
Ένα μικρό και χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο, όπου μπορείτε να διαπιστώσετε το ύφος και τη γλώσσα του Λιαντίνη στο πρώτο του έργο:
Ο αυθεντικός έρωτας
(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ «ΕΞΥΠΝΟΝ ΕΝΥΠΝΙΟΝ», ΣΕΛ. 217 – 221)
«Ήδη από την εποχή του Malte ο ποιητής επιχειρεί να αναπετάσει τη διάσταση του αυθεντικού έρωτα επάνω στο επίπονο Πουθενά.
Στην περίπτωση της Σαπφώς βλέπει την γυναίκα που βυθίζεται στα σκοτάδια της αγκαλιάς και των θωπειών και αναζητεί σκάβοντας όχι την κατηρέμηση αλλά τη λαχτάρα. Η αιολική ποιήτρια εφεύρε νέα μονάδα μέτρησης του ίμερου, την οποία δίνει η οργανική σύγκραση του πόθου και του πόνου. Ολόκληρη η ποίηση της Σαπφώς είναι αυτό το αρχιμήδειο «εύρηκα» της ερωτικής Φυσικής.
Η πρώτη ελεγεία συνοψίζει με μαθηματικούς τύπους τον κόσμο της νέας θεωρίας. Πρέπει κανείς να ζηλεύει και να φθονεί όχι τις Ησυχασμένες αλλά τις Απαρνημένες. Αυτές αποτελούν παραδείγματα, είναι τα δοχεία της ερωτικής ευδοκίας. Γιατί τον πόθο τους σπιρουνίζει συνεχώς καθώς οι κινούμενοι τόποι την ετοιμότοκο Λυτώ, η οδύνη και δεν τις αφήνει πουθενά να σταθούν και να ησυχάσουν. Είναι ο καιρός οι πανάρχαιοι πόνοι να γίνουν καρπερώτεροι. (1, 49)
Να λυτρωθούμε από τον ερωτικό σύντροφο χωρίς να ελαττωθεί το μέτρο της αγάπης μας γι’ αυτόν. Η παράσταση του τεντωμένου τόξου (1, 52) συμβολίζει τη δραματική αγρυπνία του ερωτικού πόθου την εγρηγορητική ένταση, τη διαρκή ετοιμότητα των ερωτευμένων να παραδοθούν στο γλυκερό μαύλισμα που τους καλεί ενώ ακόμη αντιστέκονται και νικούν. Η τεντωμένη νευρή εξουσιάζει το βέλος, το κατακρατεί αγωνιωδώς στο έσχατο σημείο του (επίπονο Πουθενά) και δεν το αφήνει να χυθεί ορμητικά στο τέλος του (πλείστο Κενό). Έτσι οι εραστές ξεπερνώντας τον εαυτό τους φτάνουν εκεί που δεν ημπορούν, στο δυνατό Αδύνατο. Στη σύλληψη της παράστασης του τεντωμένου τόξου, διακρίνει κανείς την υψηλότερη κορυφή των ελεγειών και την εικόνα αυτή πρέπει να τολμήσει να την ονομάσει μεγαλειώδη. Αναγκαία θυμάται το 48 απόσπασμα του Ηράκλειτου – εδώ δεν ενδιαφέρει το πρόβλημα των επιδράσεων – με την περίφημη εξίσωση της ζωής και του θανάτου (βίος = βιός).
Ο αυθεντικός έρωτας προϋποθέτει την υποταγή στην αρχή της κοσμικής αντίφασης. Καταφάσκει τη σκοτεινή πλευρά του Είναι και σέβεται το αξιολογικό περιεχόμενο της οδύνης. Είναι ανιδιοτελής, πολυεδρικός και ακηλίδωτος στη συνθετική του ολότητα. Διαρκεί και δημιουργεί (4, 59 – 61), γιατί οντολογικά δοκιμάζεται πάνω στη φυσική τάξη και ηθικά διαλέγεται με τον πόνο του κόσμου.
Κάθε βίωμα που ζουν οι ερωτικοί σύντροφοι του ιδανικού ζεύγους περιέχει αναγκαία το σωτήριο στοιχείο του αντίθετου ποιού. Χαίρονται τους εαρινούς ανθούς, μόνο γιατί γνωρίζουν τους σπόρους του φθινοπώρου. Μελαγχολούν την ώρα του λυκόφωτος γιατί έζησαν το λυκαυγές της μέρας. Εάν ήταν πολύκαρπο το χθες θα το χρειασθούν στο ερειπωμένο αύριο. Υποφέρουν τον χωρισμό τους, γιατί θυμούνται τον ερχομό που τον γέννησε. Βιώνουν την παρουσία τους, επειδή την απειλεί η απουσία.
Ζουν την ταραχή του πελάγου, ακριβώς γιατί μέσα τους ηλιοβολεί η γαλήνη του δάσους. Το όνειρο αγκυροβολεί στην πέτρα του πραγματικού και το πραγματικό το αλαφραίνει το όνειρο. Δεν θα γνώριζαν ότι ζουν έξω, στην Έρημη χώρα, εάν δεν την σύγκριναν μ’ αυτό που έχουν μέσα τους, τη χώρα του Αχώρητου. Επειδή δεν ελπίζουν δεν θα τους συναντήσει το ανέλπιστον.
Στην απορία τους κάθε φορά δίνει πόρο η φύση. Υπάρχουν μέσα στην αβεβαιότητα , στην αμηχανία, στο άγνωστο. Γι’ αυτό η δαντική κλίμακα που πεζογελώντας την ανεβαίνουν, δεν στηρίζεται πουθενά. Οι ερωτικοί σύντροφοι τραγουδούν γιατί έχουν αποθέματα σιωπής. Στήνουν βωμό στο Γέλωτα οι αγέλαστοι.
Εάν τα έργα των ερωτικών συντρόφων ημπορούν μόνο οι νεκροί να τα «καμαρώνουν και να τα χειροκροτούν» είναι γιατί η ζωή τους κυματοπαίζει ακριβώς πάνω στο ορφικό μεταίχμιο. Εκεί όπου έχει ο Έρωτας κράτος αλλά και ο Θάνατος εξουσία.»
Εκτός από τον έρωτα, μεγάλο μέρος του βιβλίου αναφέρεται και στη μελέτη του θανάτου. Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς αφού το κέντρο της ποίησης του Ρίλκε είναι το πρόβλημα του θανάτου; Χαρακτηριστικά ο Λιαντίνης αναφέρει:
«Στο βιβλίο των Ωρών ο θάνατος αποτελεί το αίνιγμα του ανθρώπου (νόημα), το αίνιγμα της ζωής (αγάπη) και το αίνιγμα του κόσμου (ανάγκη). Η λύση αυτού του τριπλού αινίγματος φωτίζει τον άνθρωπο στο άγνωστο μέρος του εαυτού του και τον οδηγεί σε κοινωνία με το ον.
"Κύριε δώσε στον καθένα το δικό του το θάνατο,
την ανάπαψη, που φέρνει εκείνη η ζωή,
που μέσα της είχε αγάπη, νόημα και ανάγκη."
Από το πρώτο κιόλας βιβλίο του, ο Λιαντίνης μας εισάγει αποφασιστικά στο δικό του τρόπο θέασης του κόσμου:
"Ο ίμερος και ο θάνατος αποτελούν την ενική δυαρχία, που περικοσμεί την ανθρώπινη ζωή, κατά τον τρόπο που η φιλότητα και το νείκος των προσωκρατικών ζωοποιεί το νόημα του κόσμου."
Αυτό το δίδυμο έρωτα – θανάτου σε άμεση σύνδεση με τον τρόπο που οι Προσωκρατικοί αντιλαμβάνονταν τον κόσμο θα κυριαρχήσει στα βιβλία του και στη φιλοσοφική του σκέψη. Όμως ο Λιαντίνης δε θα περιοριστεί στη φιλοσοφική προσέγγιση. Η ποίηση είναι γι’ αυτόν ο δεύτερος σημαντικός δρόμος για την αναζήτηση της αλήθειας. Διαβάζουμε και πάλι στο Έξυπνον Ενύπνιον:
«Φιλοσοφία και ποίηση κατατείνουν σε στόχο κοινό, δηλαδή στην από τον άνθρωπο γνωστική κατάκτηση του όντος.» (σελ. 19) Σύμφωνα με το Λιαντίνη η πρώτη οδηγεί στο διαυγές είδωλο του όντος ενώ η δεύτερη στο αόριστο Είναι του όντος. «Εάν ήταν δυνατό να ευρεθεί ένας τρίτος ανθρώπινος τύπος – ως ζητητής του όντος – επάνω από τους φιλοσόφους και τους ποιητές, που να μεταχειρισθεί το διαυγές μόνο της φιλοσοφίας και το ΕΙΝΑΙ μόνο της ποίησης, ο ζητητής αυτός θα μας οδηγούσε ασφαλώς στην απόλυτη γνώση. Διότι θα εκινιόταν στη διάσταση της πληρότητας.» (σελ 22)
Άραγε ο Λιαντίνης θέλησε να ανακαλύψει αυτόν τον τρίτο δρόμο; Αν και ο ίδιος γράφει πως αφενός η προσωκρατική φιλοσοφία και αφετέρου η σύγχρονη ποίηση αποκλείουν αυτόν τον τρίτο τύπο, όμως δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε πως το σύνολο του πνευματικού του έργου κατατείνει ακριβώς σε αυτό το σημείο: Στη σύγκλιση του αληθούς και του ωραίου, στη συναίρεση φιλοσοφίας και ποίησης. Απόδειξη ότι το αμέσως επόμενο βιβλίο που έγραψε ήταν για το φιλοσοφικό στοχασμό του Σολωμού: "Χάσμα Σεισμού".
Σχετικά Άρθρα
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι:
- Άρθρο του Aνδρεα Παναγόπουλου στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 5/8/2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου