Ἄνθος τοῦ γιαλοῦΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1906)Φωτογραφία από το ιστολόγιο La Bastia
"Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δυὸ ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, - ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ - ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον - νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δυὸ μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον. Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἤ, ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δυὸ τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήση.Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; Ἠσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκα του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δυὸ χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύση τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάση ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῆ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήση τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύση περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῷ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἤρεμα πρὸς δυσμᾶς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῆ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:- Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.- Καὶ τί εἶναι;- Εἶναι...Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δυὸ ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἄρα ἦτο;Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δυὸ φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἐγγονὸς τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δυὸ τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δυὸ φίλοι.- Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε, χωρὶς νὰ πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σὰς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτα θησαυρό;Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῆ τὸ ὅραμά του.Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:- Ἀμ᾿ ποὺ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνο οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι. Ἐγὼ δὲ βλέπω τίποτα!.. Τὸ ἴδιο κι ὁ Γιαλὴς βλέπει αὐτὸ ποῦ λὲς πῶς βλέπεις;Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν της ἡλικίας του νὰ ὁμολογήση, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:- Ἀκοῦστε νὰ σὰς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφθασα τὴ γριά-Κοεράνω τοῦ Ραγιά, τὴν μαννοὺ αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σὰς πῶ τώρα:»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πῶς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, - ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτὴ - μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερό-Θεριὰ (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὅπου ἐκυνηγοῦσε ὅλους τους Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν στεφανωθῇ.»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς ἀναστεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῆ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθη ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, νὰ γυρίση ὁ σαστικός της νὰ τὴν στεφανωθῆ.»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τὸ ῾βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τοὺς στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος.Νά, τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑφίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο.Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλες τους, ἐμπήκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.- »Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ᾖρθε νὰ πάρη τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσάτο του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάση στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἀνθὸς τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάση ἐγκαίρως, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξη τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.»Μερικοὶ λένε, πῶς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινε ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλιωνε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».
Read more: http://ofisofi.blogspot.com/2011/12/blog-post_19.html#ixzz1hRRhUD56
*ΛΟΓΟΜΝΗΜΩΝ: http://logomnimon.wordpress.com
Αυτό ήταν το Άνθος του Γιαλού του κυρ Αλέξανδρου. Κι ακολουθεί το Άνθος του Λιαντίνη.
Μα για να φτάσουμε να δρέψουμε άνθη πρέπει πρώτα να ξεβοτανίσουμε το χωράφι. Έτσι μας δίδαξε ο Δάσκαλος. Πως δεν αρκεί να λέγεις την αλήθεια μα και να πολεμάς το ψέμα.
Στα 1906 έγραψε ο κυρ Αλέξανδρος το Άνθος του Γιαλού, την ιστορία δηλαδή της Λουλούδως και του Βασιλόπουλου που έγινε Σπίθα καταμεσής στο πέλαγος και μόνο οι ελαφροΐσκιωτοι, πάει να πει όσοι έχουν καθαρή καρδιά, τη βλέπουν.
Εκατό χρόνους αργότερα, 2006 δηλαδή, στην Αθήνα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο τάζοντας τους αναγνώστες του πως θα τους αποκαλύψει την αλήθεια του κόσμου όλη για τη ζωή του Λιαντίνη. Το υπέγραφε ένας δημοσιογράφος. Κι όσο παράξενο κι αν φανεί, πολλοί την πατήσαμε και πιστέψαμε πως μπορεί πένα δημοσιογράφου να μας αποκαλύψει την αλήθεια. Τιμωρία μας που ξαστοχήσαμε τους λόγους του δασκάλου για τους δημοσιογράφους...
Ανάμεσα στα υπόλοιπα που αποφάσισε ο δημοσιογράφος αυτός να φέρει στο φως, αποκαλούμενος και ως "ο βιογράφος του Λιαντίνη", ήταν και η ερμηνεία της αφιέρωσης στο πρώτο βιβλίο του Λιαντίνη, στο Έξυπνον Ενύπνιον:
"Ad Lou exvoto"
Ο δημοσιογράφος ξέρει ήδη αυτό που αγνοούσαμε ως και οι μαθητές του Λιαντίνη. Πως η Λου είναι η γυναίκα του Λιαντίνη. Ξέρει, έχει συναντήσει, και την ίδια τη Λου. Που επίσης οι μαθητές του Λιαντίνη μόνο από την τηλεόραση είχαμε δει. Κι όχι ως Λου, έτσι τη φώναζε ο άντρας της - εμείς πού να το ξέρουμε; - Νικολίτσα Γεωργοπούλου, σύζυγος Λιαντίνη, έτσι ακριβώς μας συστήθηκε μέσα από το γυαλί. Όταν χάθηκε ο Λιαντίνης τον Ιούνιο του '98 κι εκείνη έδινε, ήθελε δεν ήθελε, τη μία συνέντευξη μετά την άλλη στα κανάλια και στους περίεργους. Ώσπου, το θυμάμαι αυτό γιατί το είδα ζωντανά στα τελεβίζια, ευγενικά αλλά αποφασιστικά τους έκλεισε την πόρτα.
Έτσι εμείς μείναμε στο Νικολίτσα Γεωργοπούλου, σύζυγος Λιαντίνη όμως ο δημοσιογράφος που έταξε να γίνει βιογράφος του Λιαντίνη δεν το έβαλε κάτω και πήγε και βρήκε την ίδια τη Νικολίτσα. Μπήκε στο σπίτι της, κουβέντιασε μαζί της. Κι έμαθε όσα οι απλοί άνθρωποι αγνοούσαμε και δε μας ενδιέφερε κιόλας εκείνη την εποχή να μάθουμε. Εμείς το Λιαντίνη θαυμάζαμε και το έργο του. Τι δουλειά είχαμε με την οικογένειά του και τη γυναίκα του;
Έμαθε λοιπόν εκείνος ότι ο Λιαντίνης φώναζε τη γυναίκα του Λου αλλά και άκουσε πως οι γνωστοί και οι φίλοι της την έλεγαν Λίτσα. Από το 1998 αυτά. Κι έτσι, όταν στα 2006, οκτώ χρόνους αργότερα, κυκλοφόρησε το βιβλίο του, διαβάσαμε οι αναγνώστες του το ακόλουθο σχόλιο:
"Και ερχόμαστε στη Λου. Ναι, στη Λου. Έτσι αποκαλούσε ο Λιαντίνης τη σύζυγό του. Γιατί όμως Λου; Από το Νικολίτσα, όσο και να το προσπαθήσεις, δεν βγαίνει το Λου. Πας μέχρι το "Λίτσα" κι εκεί σταματάς. Εκτός από το Λιαντίνη, που συνέχισε, όπως θα δούμε."Δ. Αλικάκος, "Λιαντίνης - Έζησα έρημος και ισχυρός", Αθήνα, 2006, σελ. 189
Ο Δημήτρης Λιαντίνης πράγματι συνέχισε με τη Λου του. Και συνέχισε και τη σχέση που ξεκίνησε μια μέρα του Γενάρη του '72, όντας ήδη συνάδελφος μαζί της σε σχολείο της Γερμανίας, και πηγαίνοντας επίσκεψη σε κάποιο Μουσείο. Τα έχουμε πει και τα έχουμε γράψει αυτά στο παρελθόν και χωρίς να είμαστε δημοσιογράφοι και πολύ περισσότερο χωρίς να το παίζουμε βιογράφοι του Λιαντίνη:
Είναι στα 2008 που γράφω αυτή την ιστορία. Και είναι πλέον πάνω από μήνας που γνωρίζω κι εγώ τη γυναίκα του Λιαντίνη. Δέκα σχεδόν χρόνους από τη μέρα που εκείνος χάθηκε. Κι όχι από περιέργεια. Δική της ήταν η πρόσκληση να γνωριστούμε και δική της η επιθυμία να μου μιλήσει για το Λιαντίνη. Και φυσικά ήταν μεγάλη τιμή για μένα να συναντήσω και να γνωρίσω τη σύντροφο της ζωής του Δασκάλου μου. Τον άνθρωπο που έζησε δίπλα του σχεδόν τρεις δεκαετίες και μάλιστα εκείνες που ταυτίζονται με την περίοδο που έγραψε τα βιβλία του.
Από τότε και μέχρι σήμερα διατηρούμε μια ζεστή φιλική σχέση και είναι αμέτρητες οι ώρες που την έχω ακούσει να μου μιλάει για το Δάσκαλο και να μου αποκαλύπτει όσα ούτε οι δημοσιογράφοι δεν μπόρεσαν να ξετρυπώσουν. Επιθυμία της να τα γράψω κάποτε και σε βιβλίο. Με τιμά η γνώμη της, πως μπορώ να γράψω τέτοιο βιβλίο, με τρομάζει όμως (ακόμη) μια τέτοια ευθύνη. Μένω λοιπόν και επιμένω να γράφω στο διαδίκτυο. Μια μέση λύση. Αφενός να φτάσουν σε κάθε ενδιαφερόμενο που θέλει να μελετήσει τη ζωή του Λιαντίνη κι αφετέρου να αφήσουμε το χρόνο να ωριμάσει τη γνώση εκείνη που δίνει το δικαίωμα σε κάποιον να γίνει συγγραφέας. Και μάλιστα για τη ζωή ενός ποιητή... Την ασύλληπτη αυτή υπόθεση, που λέει και ο Λιαντίνης:
«Είναι ασύλληπτη υπόθεση η βιογραφία του αληθινού ποιητή. Η μοναξιά και η πίκρα του έχει εφτά δέρματα, λέει ο ξένος. Και ο δικός μας έγραψε πως ο ποιητής, αν είναι να δημιουργήσει έργο, οφείλει να σπαταλήσει τη ζωή του ως την ίνα και ως τη ρανίδα. Θυσία στον ήλιο τον κοσμήτορα, και στο χάος το τέρας είναι η ζωή του ποιητή. Και διαθήκη που θα την υπογράψει με το αίμα του. Όπως ο Φάουστ με το σκούφο του σοφού υπόγραψε με το διάβολο τον κατσικοπόδαρο.»Δ. Λιαντίνης, "Τα Ελληνικά" (σελ 84)
Στα χρόνια που γράφω για το Λιαντίνη ήταν πολλές οι φορές που θυμήθηκα αυτά του τα λόγια. Γιατί και ο Λιαντίνης είναι ποιητής. Όχι μόνο γιατί μας άφησε και ποιήματα αλλά με την ίδια έννοια που μας δίδαξε ότι και ο Παπαδιαμάντης ποιητής ήταν και μάλιστα μεγάλος:
"Διαιρώ τους ποιητές μας σε τρία επίπεδα. {...}
1. Η πρώτη ... είναι η δημοτική μας ποίηση.
2. Η δεύτερη ... είναι ο Σολωμός, ο Καβάφης, και ο Παπαδιαμάντης.
3. Η τρίτη ... είναι ο Κάλβος, ο Μακρυγιάννης, ο Μυριβήλης, ο Βάρναλης, ο Σεφέρης, ο Παλαμάς, ο Καζαντζάκης, ο Ελύτης.
Αυτές είναι οι τρεις φάσεις της ακτινοβολίας στη δημιουργία της νέας Ελλάδας.
4. Και υπάρχει και η τέταρτη φάση... Αυτοί είναι οι τεχνίτες του λόγου και οι εργάτες της επιστήμης.{...}Δ. Λιαντίνης, τα Ελληνικά (σελ. 92)
Μπορεί ακόμη όποιος πολύ ενδιαφέρεται να ρίξει κι εδώ μια ματιά. Τι έλεγε ο Λιαντίνης για τον Παπαδιαμάντη. Πως "ζωγραφίζει το αόρατο. Κινηματογραφεί τον άνεμο. Βάζει τη σιωπή και χορεύει. Και φανερώνει στα αλλόκοτα μάτια μας ορατή την κίνηση του νεαρού δέντρου, πώς μεγαλώνει." Και ακόμη πως "Ο Παπαδιαμάντης μιλά για τον άνθρωπο, ακόμη κι όταν φαίνεται πως δε μιλά για τον άνθρωπο." Αξίζει ακόμη να διαβάσετε και αυτό, όπου εκτός από τη γνώμη του για τον Παπαδιαμάντη θα βρείτε αναφορά και στο Άνθος του Γιαλού:
Kαι τέσσερα επίπεδα βρίσκω να δίνουν την άγια ζωή του Παπαδιαμάντη. Ξεκινούν από τα χαμηλά και τα βάθη, και ανεβαίνουν σκαλί-σκαλί ως το άπειρο.Το πρώτο είναι η πνευματική του χειρωναξία. Να δουλεύει, δηλαδή, στις εφημερίδες και να μεταφράζει ζεμένος στο ζυγό της ανάγκης για τον ολίγο τίμιο επιούσιο. Εκατό δραχμές το μήνα θα σου δίνω, του είπε ο αρχισυντάκτης, όταν τον προσλάβανε. Όχι! Οι ογδόντα μου αρκούν, αποκρίθηκε ο αγαθός σκιαθίτης.Το δεύτερο, πιο ψηλά, είναι το κρασάκι και το σιγαρέττο του. Το’πινε γουλιά-γουλιά σαν το φάρμακο του Ιπποκράτη. Και το κάπνιζε αμίλητος, ενώ ο καπνός ανέβαινε δαχτυλιδάκια στον αγέρα. Για να ζαλίζεται, γαλήνιος και μελαγχολικός, και να ξεχνάει τα βάσανα του κόσμου.Το τρίτο, ακόμη πιο ψηλά, είναι όταν έμπαινε στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου τους εσπερινούς και τις γιορτάδες και κρατούσε τον Ορθό και τον Πλάγιο. Παραδίνοταν στο αθώο γήτεμα της μουσικής. Και μεταμόρφωνε τον εαυτό του σε ψαλτήριο και σε κιθάρα. Και στα άλλα μουσικά όργανα για τους έλεγους και τους αίνους. Ήταν ο τρόπος του να ενώνει το ρυθμό μέσα του με την αρμονία των ουρανών, και με τα δρομαία εμβατήρια των άστρων.Και το τελευταίο μετερίζι στα ψηλά πια, όπου δεν υπάρχουν κορυφές αλλά μόνο ύψη, ήταν οι ώρες της δημιουργίας.Το άνθος του γιαλού, Το αστεράκι, Ο γείτονας με το λαγούτο, Ο έρωτας στα χιόνια. Και πιο μακριά απ’όλα, το καταχυτό κορμάκι της Μοσχούλας στα δεκαπέντε της χρόνια. Το πήρε στα χέρια του πάνω στα κύματα, και κράτησε στην αγκαλιά το ξυπνητό όνειρο της ζωής του. Ένα έξυπνον ενύπνιον.Με το διήγημά του Όνειρο στο κύμα από ολόκληρο το γένος των ανδρών μόνο ο Παπαδιαμάντης έφτασε ν’αγκαλιάσει πάνω στα κύματα το σώμα της Αφροδίτης. Ολόκληρο, κινητικό, μυροβόλο, κάθυγρο. Και ασπαίροντας ανεκλάλητα μέσα στη φρικτή γοητεία της απουσίας.Δ. Λιαντίνης, επίλογος του επίμετρου των Ελληνικών, σελ. 229 - 231
Κοίτα τώρα και δες και μόνος σου. Γιατί είναι ασύλληπτη υπόθεση η βιογραφία του αληθινού ποιητή. Δες πως ο Λιαντίνης καταστερίζει πρώτο το Άνθος του γιαλού ανάμεσα στις κορυφαίες δημιουργίες του Παπαδιαμάντη και την ίδια ώρα αναστρέφει το λόγο του στο έξυπνον ενύπνιον. Και για όσους αποξεχάστηκαν διαβάζοντας να σημειώσω και πάλι ότι "Έξυπνον ενύπνιον" λέγεται και το πρώτο βιβλίο του Λιαντίνη, αυτό που αφιέρωσε "Ad Lou exvoto" προκαλώντας στους επίδοξους βιογράφους του ερωτηματικά πώς από το Νικολίτσα έφτασε στο Λου αλλά και κωμικές ερμηνείες σαν και τούτη:
"Όλες οι μαρτυρίες οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα: ότι ο Λιαντίνης στο πρόσωπο της δικής του Λου είδε τη γυναίκα που όφειλε να θυσιαστεί για να δημιουργήσει ο ίδιος. Επιπλέον ήθελε η σύντροφός του να βρίσκει σημείο επαφής με το δαιδαλώδη εσωτερικό του κόσμο. Γι' αυτό έγινε η "Λου του", παραλλαγμένη φυσικά, προσαρμοσμένη στα δικά του θέλω. Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο του βιβλίο, τη διδακτορική του διατριβή για τον Ρίλκε, το αφιερώνει σ' εκείνη: ad Lou ex voto.Δ. Αλικάκος, "Λιαντίνης - Έζησα έρημος και ισχυρός", ό.π., σελ. 199 - 200
Τυχαίο; Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο. Μόνο που ο δημοσιογράφος δεν είναι σε θέση να εντοπίσει το βάθος αυτής της αφιέρωσης. Ούτε να τη συνδέσει καν με ένα ακόμη τροχιοδεικτικό του Λιαντίνη στον πρόλογο του ίδιου βιβλίου, του Έξυπνου Ενύπνιου:
«… ένα κάστρο
που να το πολεμάς
σαράντα χρόνους και να πας
να γίνεις ήρωας και άστρο
Αλαγονία
29 Δεκέμβρη 1977»
Δημήτρης Λιαντίνης
Συγκρίνετε τώρα αυτούς τους στίχους με το διήγημα του Παπαδιαμάντη, τους στίχους του Σεφέρη. (Μην παραλείψετε ακόμη και την αναφορά στο Σκιαθίτη για "το σεφέρι" που κίνησε το Βασιλόπουλο.) Στίχους που ο Δημήτρης Λιαντίνης θα επαναλάβει το Μάη του 1998, στην τελευταία του διδασκαλία στο Μαράσλειο. Λίγες μόλις μέρες πριν χαθεί. Και γίνει ήρωας και άστρο...
Κι άλλο τόσο να συγκρίνεται το "Λου" με το ακόλουθο γράμμα του Λιαντίνη στη γυναίκα του, τη Λου του, που εδώ την αποκαλεί "Λουλούδω". Και σύντμηση της Λουλούδως είναι και το Λου:
Δια χειρός Λιαντίνη. Γράμμα χειρόγραφο δημοσιευμένο και στο περιοδικό Γυναίκα από το 1999 - συνοδεύοντας συνέντευξη της Νικολίτσας Λιαντίνη και την οποία συνέντευξη επικαλείται πολλάκις στα σχόλια του βιβλίου του ο δημοσιογράφος Δ. Αλικάκος (σελ. 373 - 374) Αδύνατον λοιπόν να μην πρόσεξε ότι ο Λιαντίνης προσφωνεί τη γυναίκα του ως Λουλούδω. Αυτό τουλάχιστον όφειλε και μπορούσε να το προσέξει, από πού βγαίνει το "Λου". Αν και ως βιογράφος του Λιαντίνη ήταν υποχρεωμένος να έχει φτάσει και στη Λουλούδω του Παπαδιαμάντη. Πρώτος εκείνος και όχι εμείς οι αναγνώστες.
Και να συνδέσει όχι μόνο το όνομα των γυναικών μα και την ουσία του μύθου. Του Βασιλόπουλου που έφυγε για τον πόλεμο. Όμοια με το παλικάρι που αναφέρεται στο Εδώ Μεσολόγγι της Γκέμμας, σελ. 144. Που άρματα του δώσαν για τον πόλεμο και πόλεμο δε βρήκε πίσω γύρισε. Μα έσκυψε να πιει νερό στο Γκιούλ Μπαξέ και σφαίρα τόνε βρήκε και τον λάβωσε... Είναι ο ίδιος ο Λιαντίνης που μιλάει για βασιλόπουλα και πολέμους, όχι η δική μας φαντασία. Κι ο Λιαντίνης που δένει το Έξυπνον Ενύπνιον με τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Κι άλλο τόσο με τους στίχους του Σεφέρη που μιλάνε για ήρωες που έγιναν άστρα, όπως το Βασιλόπουλο του Παπαδιαμάντη έγινε Σπίθα μεσοπέλαγα. Μια νύχτα σαν και τούτη που μόλις ξημέρωσε, μια νύχτα Χριστουγέννων. Προσπαθώντας να κρατήσει τον όρκο του στην αγαπημένη του, στη Λουλούδω.
Πολύ την κατηγόρησε εκείνος ο δημοσιογράφος τη Λουλούδω. Τη Λουλούδω του Λιαντίνη. Τρελή πήγε να την εβγάλει τη γυναίκα που έμεινε στο ακρογιάλι να καρτερεί το Βασιλόπουλο. Τρελούς κι εμάς που βλέπαμε τη Σπίθα στο βάθος του πελάγου. Αυτήν που εκείνος δεν μπορούσε να δει. Ε, τι να κάνουμε. Δεν είναι όλοι ελαφροΐσκιωτοι σε τούτο τον κόσμο...
Εμείς πάντως, που μια τέτοια νύχτα χριστουγεννιάτικη όπως όλοι οι ελαφροΐσκιωτοι του κόσμου ξενυχτήσαμε, άλλοι για να δουν το άστρο των μάγων κι εμείς μελετώντας τα δικά μας άστρα, στέλνουμε την αγάπη μας και τις ευχές μας στη Λουλούδω του Λιαντίνη.
Και της αφιερώνουμε από καρδιάς το Άνθος του γιαλού που μοίρα* καλή μας έστειλε τη χτεσινή μέρα να ξαναδιαβάσουμε και να προσέξουμε το όνομα της κορασιάς. Την άλλη Λουλούδω...
_________________
Σχόλια...
- * Μοίρα που ακούει στο όνομα Σοφία, φίλη και συναδέλφισσα εδώ στα βορειοδυτικά, και που ανέβασε το διήγημα λίγες μέρες πριν στο ιστολόγιό της. Μπουναμάς χριστουγεννιάτικος. Και για να λέμε την αλήθεια ολόκληρη και όχι να παριστάνουμε πως γνωρίζουμε τα πάντα και τους ειδήμονες. Ειδεμή, αν όλα τα γνωρίζαμε και τα κατείχαμε, θα είχαμε γράψει και το βιβλίο.
- Σχετική με το άρθρο η ανάρτηση στο φόρουμ: Γείραν τ' απόσκια γείρανε, Λελούδα μ' στην αυλή σου. Από την ανάρτηση αυτή και το χειρόγραφο σημείωμα του Λιαντίνη που ακολουθεί:
Τη μέρα της γιορτής της, του Αγίου Νικολάου, ο Λιαντίνης χαρίζει στην αγαπημένη που σε λίγες βδομάδες θα γίνει και επίσημα σύντροφος της ζωής του, το Φαίδρο του Πλάτωνα. Εκεί και σημειώνει την παραπάνω αφιέρωση. Στη Λου του. Το Φαίδρο που στη Γκέμμα, το κύκνειο άσμα του, θα τον χαρακτηρίσει ως το ωραιότερο ερωτικό ποίημα. Ο ίδιος όμως είχε προλάβει μήνες νωρίτερα να της αφήσει κι ένα δικό του ποίημα:
ΕΚΤΟΡΕΙΟΣ ΣΤΑΣΙΣ
Masturbabantur phrygii post ostia servi hectoreo quotiens sederat uxor equo
Martialis
Στη Λου μου
10 Μαΐου 1972
Τις νύχτες κλαίει η Ανδρομάχη
μες στο παλάτι μόνη
τις νύχτες με τ' αηδόνι
κι είν' η σιωπή μεγάλη μάχη.
Τη μέρα λάμπει σα λουλούδι
το δόρυ του συντρόφου
που στου δικού του κόρφου
ζαρώνει η πόλη σαν το ζούδι.
Απόμειναν στην άσπιλη την κλίνη
τα μάτια τα γραμμένα
αγνάντια στυλωμένα
απόμεινε μια λύπη μες στη μνήμη.
Ανθίζει εξαίσιο της αγάπης
το δέντρο μες στην απουσία
στην πυργωμένη Τροία
ο θάνατος το όνομά του γράφει.
Δημήτρης Λιαντίνης
10 Μαΐου 1972. Μόλις 4 μήνες γιόρταζε εκείνη τη μέρα η σχέση τους. Κι όχι σαράντα χρόνους που αναφέρει το ποίημα του Σεφέρη στο Έξυπνο Ενύπνιο. Κι όποιος έχει μάτια βλέπει ότι από τότε ακόμη ο Λιαντίνης έχτιζε τη σχέση τους στο μοτίβο που άφησε στο Μικρό Κριτή της Γκέμμας, πως ο έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις... Αλλά πώς! Εδώ σε θέλω.
Κι εδώ είναι που απαντά το Άνθος του γιαλού του Παπαδιαμάντη. Και για το Βασιλόπουλο και για τη Λουλούδω του. Και όποιος έχει μάτια, το ματαλέω, βλέπει. Μόνο που χρειάζεται να είναι ή ελαφροΐσκιωτος ή καθαρός. Οι άλλοι ας μην μπούνε καν στον κόπο...
Πολύ ενδιαφέρουσα η προσέγγιση και ο παραλληλισμός! Και χαίρομαι που ήμουν η αιτία γι' αυτό. Εμένα σ' αυτό το κείμενο του Παπαδιαμάντη με τράβηξε η τρυφερή ματιά του Παπαδιαμάντη και το ανεκπλήρωτο του έρωτα των δύο νέων, αλλά και η θυσία τους. Οι σχέσεις για να στεριώσουν θέλουν θυσίες και αυταπάρνηση.
ΑπάντησηΔιαγραφή