ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΟ OFFICIAL SITE ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ ΤΟ liantinis.gr




Όπως ένα κυπαρίσσι (το φάρμακο για το φόβο του θανάτου)


Πάει καιρός που ανέβασα αυτό το βίντεο στο διαδίκτυο. Κοντεύουν τέσσερα χρόνια. Και ήταν τότε δέκα που έφυγε ο Δάσκαλος. Διόδευση στην τελευταία του άνοιξη σκεφθήκαμε (στο φόρουμ Homa Educandus) να κάνουμε, βαστάζοντας Επιτάφιο και Ανθεστηριώνα. Έτσι προέκυψε και το βίντεο, με βασικό ερέθισμα το περίφημο φάρμακο για το φόβο του θανάτου που προτείνει ο Λιαντίνης στη Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου:

[...] ορμή προς διατήρηση του είδους σε φυσικό επίπεδο σημαίνει εγωισμός. Το κάθε είδος να σωθεί όσο γίνεται περισσότερο.

Όταν δούμε σωστά τη μετεξελεκτική πορεία και πάμε πια στα ηθικά φαινόμενα και λέμε πια εγωισμός με την έννοια που το περιγράφουμε, σημαίνει ότι αγαπάμε τόσο πολύ τον εαυτούλη μας που δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε αποκομμένο από τη φύση. Γιατί θάνατος σημαίνει ουσιαστικά αποκοπή από τη φύση. Όταν πεθαίνω σημαίνει «θάνατος αναίσθητον», στερούμαι όλα αυτά που λέμε, χάνω κάθε επαφή με τη φύση κλπ

Επομένως το φάρμακο που θα μας γιατρέψει από τον πόνο του θανάτου μια για πάντα, κι αυτό θα επιτευχθεί με τη δια βίου φιλοσοφική δίαιτα, γι’ αυτό λέει ο Πλάτων «Και το τεθνάναι αυτοίς ήκιστα φοβερόν», μάλιστα ο Πλάτων φτάνει και πιο πέρα και λέει όταν η σωστή αυτή … η συμπεριφορά μας, όχι μόνο δε φοβόμαστε το θάνατο, αλλά φτάνουμε κάπου να γίνουμε και ερασιθάνατοι. Να αγαπήσουμε το θάνατο.

Λοιπόν. Όσο περισσότερο μπορέσουμε και αποσβέσουμε αυτόν τον εγωισμό και φτάσουμε στο σημείο που ο καθένας σαν μονάδα θα δει ότι είμαι κι εγώ, μία… ένα όν, ένα πλάσμα, ένα στοιχείο όπως όλα τα άλλα της φύσης. Όπως ένα κυπαρίσσι, όπως μία πέτρα… Όπως μία κρήνη, μία πηγή, ένα όρος. Ο Υμηττός δεν υπήρχε πριν από 7 εκατομμύρια χρόνια. Γεννήθηκε. Και δε θα υπάρχει μετά από 10 εκατομμύρια χρόνια. Θα έχει διαλυθεί. Τα Ιμαλάια, ξέρετε, γίνανε χθες, στην ηλικία της γης. Στην εποχή των τρίτων νεοαλπικών ορογενέσεων, που λένε, πριν από 23 εκατομμύρια χρόνια; Τι είναι αυτό; Δύο λεπτά, εάν καθώς γνωρίζουμε ότι η γη έχει ηλικία τέσσερα δισεκατομμύρια εξακόσια εκατομμύρια χρόνια. Λοιπόν...

Εάν μπορέσουμε να αποστασιοποιηθούμε από τον εαυτό μας και να μην έχουμε αυτό το δεσμό και να δούμε τον εαυτό μας ο καθένας σαν ένα κομμάτι της φύσης, τότε θα φτάσουμε στο σημείο και δε θα φοβόμαστε το θάνατο. Κι είναι το μόνο φάρμακο.[...]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ

Πολλές οι σκέψεις που είχαμε κάνει τότε για την επιλογή του κυπαρισσιού. Ψάχναμε και βρίσκαμε τι άλλο έχει πει ο Λιαντίνης για τα κυπαρίσσια, τι συμβολίζει το κυπαρίσσι, μάθαμε ακόμη και πως είχε φυτεμένα κυπαρίσσια στο εξοχικό του, στις Κεχρεές.

"Αν μας μαστίγωνε το δρολάπι της άνοιξης
ήταν γιατί οι χειμώνες
ανοιγοκλείνανε γύρω μας σα Συμπληγάδες.

Η άρρητη ώρα μας άνθιζε μέσα στα κυπαρίσσια.
Τα δέντρα κυττάζαμε που δεν φορούν γραβάτα και ρολόγι
ν' αγροικάνε τα βήματα του χυμού τους
απλώνοντας δάχτυλα με ανιδιότελην ικεσία."

Από το ποίημα: "Φιλήμων και Βαυκίς"

του Δημήτρη Λιαντίνη

Και κάπως έτσι φτάσαμε και στους πίνακες του Βαν Γκογκ, προσέχοντας ότι έναν τέτοιο πίνακα είχε ενσωματώσει ο Λιαντίνης στο βίντεο της Φιλοσοφικής Θεώρησης του Θανάτου, αναφέροντας μάλιστα και τον τίτλο του: "Ο δρόμος με τα κυπαρίσσια".

Κι έπειτα μάθαμε ότι τα κυπαρίσσια είναι αρσενικά και θηλυκά και:

"Μια επισήμανση.

Το κυπαρίσσι του Vincent van Gogh, του μεγάλου ολανδού μεταΐμπρεσσιονστή ζωγράφου, ο οποίος έζησε από το 1853 μέχρι τις 29 Ιουλίου 1890 (αυτές είναι οι πραγματικές ημερομηνίες της ζωής του, είναι αρσενικό. Πρόκειται για τον πίνακα Cornfield with Cypresses (National Gallery, London), τον οποίο φιλοτέχνησε στο άσυλο St Remy κοντά στη πόλη Arles, όπου εθελουσίως είχε καταφύγει από το 1889.

Ως γνωστό υπάρχουν και τα θηλυκά κυπαρίσσια με αντίστροφη φορά των κλαδιών και φυλλώματος.

Δύο θηλυκά κυπαρίσια, γνωρίζω, είχε φυτέψει με τα ίδια του τα χέρια ο Λιαντίνης στο χώρο που δημιούργησε και πολύ αγάπησε πριν 20 χρόνια. Οι προληπτικοί γείτονες βαρυγκομούσαν, εκείνος όμως τα καλημέριζε κάθε πρωί, όπως ακριβώς με την ίδια χαρά καλημέριζε και τη μυγδαλιά του, λίγο πιο κάτω, και άφηνε τους άμυαλους να χτυπάνε ξύλο μπροστά στην υποψία του παντεπίσκοπου φυσικού νόμου του θανάτου.

Έτσι ζούσε, με φίλο το θάνατο, όταν θα ερχότανε αναγκαία, και έτσι ήθελε να ζουν και οι άνθρωποί του."

Από ανάρτηση στο φόρουμ του μέλους Φωτεινή

Ωραία όλα αυτά. Και χάρηκε πολύ και ο φίλος μου ο Δάνος που λατρεύει τα κυπαρίσσια, μαθαίνοντας πως ο Δάσκαλος είχε κυπαρίσσια στην αυλή του. Και άλλοι βρήκανε και άλλους στίχους του Λιαντίνη για τα κυπαρίσσια:

"Ψηλώσαμε την ελεγεία της βροχής ίσαμε τις κορφές
των κυπαρισσιών.

Των κυπαρισσιών που λογχίζουν ανάηχα τα σωθικά της
νύχτας.


Τα έργα και οι μέρες μας
σκουτάρια και φλάμπουρα να φοβερίζουν τον χάροντα
καβαλάρη στο αντίδρομο στρατοκαρτέρι.

Θα γράφεις με το δάχτυλο
στην μάταιην ευκολία της θάλασσας
τον έρωτα και την μακρυνή φωνή σου.

Και θα κοιμάσαι σαν παιδί
στων ρόδων τα ματόφυλλα.

Όταν θα λαμπαδιάζεις μόνη εσύ
ασύγκριτη

στ' αρκουδορέματα και τις οροσειρές της μνήμης.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ

Απόσπασμα από το ποίημα

"ΑΛΔΕΒΑΡΑΝ"

αλλά και άλλες σχετικές αναφορές στο έργο του είχαμε από τη Φωτεινή:

"Διάβασε σε παρακαλώ την ιστορία του άνδρα και της γυναίκας και του επισκέπτη τους, του θανάτου, από τις «Ιστορίες του καλού Θεού» του Ρίλκε που μεταφράζει ο Λιαντίνης στα κεφάλαια του Ίμερου και του Θανάτου στο Έξυπνον ενύπνιον (σελ. 216-217 και 232). Το ποίημά του ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΥΚΙΣ έχει ρίζα έμπνευσης αυτήν την ιστορία που πολύ αγαπούσε και συχνά διηγιόταν.

Δύο θύρες, η δεξιά του άνδρα, η αριστερή της γυναίκας στο σπίτι που σε κάποιο κήπο έχτισαν και ο άνεμος με μυρωδιές στον ώμο έρχονταν. Ο θάνατος περίμενε μπροστά στη δεξιά θύρα, τη θύρα του άντρα, που πρώτον επισκέφθηκε.

Δύο θύρες, δύο κυπαρίσσια, ακριβώς δεξιά και ζερβά στις γωνίες του κήπου. Το αριστερό αντικατέστησε έναν ευκάλυπτο, που πέντε χρόνια πριν είχε φυτέψει και κόπηκε για να δώσει θέση στο ζερβό κυπαρίσσι. Και ανάμεσά τους ο τοίχος που κάποιος άρχιζε να γκρεμίζει, με το σκοπό να φτιάξει καινούργια πύλη. Και κείνοι, όταν άκουγαν το θόρυβο παρά το μαράζωμα και τις αλλόκοτες φαντασίες...γελούσαν με τα χείλη κι ας πήγαινε να σπάσει από την αγωνία η καρδιά τους. Γιατί; Γιατί ήταν φροντισμένοι από του λυγμού τα χέρια (ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΥΚΙΣ).

Δες απλά μια κυριολεκτική συγγένεια στα δύο κείμενα:

Γι’ αυτό οι δύο άνθρωποι αποφάσισαν να φύγουνε στην ερημιά, μακρυά από το χρόνο, έξω από του ρολογιού το χτύπημα και της πολιτείας τη χλαλοή (Ρίλκε).
Τα δέντρα κυττάζαμε που δεν φορούν γραβάτα και ρολόγι (Λιαντίνης, ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΒΑΥΚΙΣ).

Η τεντωμένη νευρή του τόξου, το δυνατό Αδύνατο, η Χώρα του Αχώρητου, το ορφικό μεταίχμιο που τους κάνει να χαίρονται τους εαρινούς ανθούς, μόνο γιατί γνωρίζουν τους σπόρους του φθινοπώρου και στο δικό τους κισσοκάλυβο δεν όρμησε η λεηλασία."
Είναι τα καλά αυτά του διαδικτύου. Μέσα στο πολύ κακό που μπορεί να προκαλέσει. Και σίγουρα όχι από μόνο του. Από μας εξαρτάται και τον τρόπο που το χρησιμοποιούμε. Όπως και τα μαχαίρια. Επί ξυρού ακμής και η πορεία μας στο διαδίκτυο με το μεγάλο κριτή να καρτερεί στο τέλος.

Προσωπικά όμως την αληθινή σημασία του κυπαρισσιού του Λιαντίνη δεν τη βρήκα στο διαδίκτυο, ούτε στα δικά του βιβλία. Και για να ακριβολογώ δεν τη βρήκα, ήρθε μόνη της σχεδόν και με συνάντησε. Κι ακούστε πώς. Κάθε Πρωτοχρονιά, όσο ζούσα στην Αθήνα, συνήθιζα την παραμονή να κατεβαίνω στο Κέντρο και συγκεκριμένα στο βιβλιοπωλείο της Πρωτοπορίας, στο μεγάλο υπόγειο με τα αμέτρητα λογοτεχνικά βιβλία, παλιά και καινούρια. Ήταν παραμονή του 2010 όταν ανάμεσα στα άλλα βιβλία που αγόρασα διάλεξα και ένα μικρούλι με διηγήματα. Κι εδώ οφείλω να αναγνωρίσω την καθοριστική επίδραση ενός άλλου Δασκάλου μου, του Αντρέα Μήτσου. Που με έμαθε να αγαπώ τις μικρές φόρμες του λόγου. Έτσι πρόσεξα και το βιβλίο του Αργύρη Χιόνη, "Το Οριζόντιο ύψος και άλλες αφύσικες ιστορίες", εκδόσεις Κίχλη. Και εκεί βρήκα, στο ομώνυμο διήγημα, και την απάντηση για το κυπαρίσσι του Λιαντίνη.

Ο Αργύρης Χιόνης χάθηκε ανήμερα Χριστούγεννα. Ανακοπή καρδιάς, έγραψαν οι εφημερίδες. Κι έτσι δίπλα στα έλατα της γιορτής ξεφύτρωσαν πάλι τα κυπαρίσσια. Παρέα με αγριάδες...

ΤΟ ΟΡΙΖΟΝΤΙΟ ΥΨΟΣ


Μια φορά κι έναν καιρό, πλάι σ' ένα πανύψηλο, υπερήφανο κυπαρίσσι, ζούσε μια ελάχιστη, ταπεινή αγριάδα, που ζήλευε το μπόι του κυπαρισσιού κι ήθελε να το φτάσει, γι' αυτό και τεντωνότανε αδιάκοπα στις άκρες των ριζών της, πασχίζοντας να σηκωθεί πιο πάνω από το χώμα.

Μάταιη προσπάθεια και αρκετά οδυνηρή, γιατί, κάθε φορά που έκανε αυτήν τη γυμναστική, για μέρες μετά, την πόναγε ανυπόφορα η μέση της.

Το κυπαρίσσι, που παρακολουθούσε αφ' υψηλού τον αγώνα της αγριάδας, σειόταν και λυγιόταν καμαρωτό και της έλεγε υπεροπτικά, με προφορά σχεδόν εγγλέζικη, της Οξφόρδης: "Δεν γνωρίζετε τι χάνετε, αγαπητή μου αγριάδα, εκεί στην επιφάνεια του εδάφους όπου βρίσκεσθε. Δίχως να θέλω διόλου να υπερηφανευθώ, σας πληροφορώ ότι από την κορυφή μου έχω απεριόριστη θέα του κόσμου και θα ήταν ακόμη πιο απεριόριστη, θα έβλεπα ως τη Γουατεμάλα, αν κάποια αναιδή βουνά, γύρω τριγύρω, δεν την περιόριζαν. Ωστόσο ευελπιστώ ή, μάλλον, έχω τη βεβαιότητα ότι η βροχή θα λιώσει, σιγά σιγά, αυτά τα αναιδή βουνά και τότε θα δω και τη Γουατεμάλα. Το σχέδιο αυτό είναι βεβαίως μακροπρόθεσμο, αλλά μπορώ να περιμένω, αφού, ως γνωστόν, ζω επτακόσια χρόνια."

Η αγριάδα, αν και δεν ήξερε ούτε πού βρίσκεται αυτή η Γουατεμάλα ούτε αν τα βουνά λιώνουν απ' τη βροχή ούτε, ακόμη, αν είναι πολλά τα επτακόσια χρόνια, ακούγοντας αυτά τ' ανήκουστα λόγια, ένιωθε την καρδιά της να μαραζώνει και, τις νύχτες που κοιμόταν, έβλεπε πάντα το ίδιο όνειρο. Ψήλωνε, λέει, ψήλωνε τόσο, που ξεπερνούσε κατά πολύ στο μπόι το κυπαρίσσι, ξεπερνούσε ακόμη και τα πιο ψηλά βουνά κι έβλεπε από κει πάνω όχι μόνο τη Γουατεμάλα αλλά και το Ακαλακούμπα, χώρα ακόμη πιο μακρινή, ακόμη πιο ωραία, όπου οι άνθρωποι χορεύαν ένα γρήγορο χορό που τόνε λέγαν ρούμπα. Βέβαια, όταν ξύπναγε, το πρώτο πράγμα που έβλεπε μπροστά της ήταν ένα σαλιγκάρι τόσο αργοκίνητο, που έμενε στο οπτικό πεδίο της όλη τη μέρα, προκαλώντας της κατάθλιψη και κάνοντάς την να μη βλέπει την ώρα πότε θα ξανανυχτώσει, για να κοιμηθεί και να ονειρευτεί το μακρινό Ακαλακούμπα και τον γρήγορο χορό που τόνε λένε ρούμπα.

Έτσι ζούσαν κυπαρίσσι κι αγριάδα, πλάι πλάι, αλλά το καθένα στον κόσμο του, ώσπου μια μέρα φθινοπωρινή (χρόνια πολλά, πάρα πολλά πριν από τα επτακόσια), που ο ουρανός είχ' ένα χρώμα μολυβί, μια λάμψη ξαφνική, ονόματι αστροπελέκι, χτύπησε κατακέφαλα το κυπαρίσσι και το έκαψε. Η βροχή που ακολούθησε, μπόρα τρικούβερτη, αντί να λιώσει τα βουνά που του 'κρυβαν τη Γουατεμάλα, τη στάχτη του έλιωσε και γκρίζα λάσπη την υπερηφάνειά του έκανε.

Η αγριάδα, άναυδη στην αρχή, όταν συνήλθε κάπως, μακάρισε το ελάχιστό της μπόι και θρήνησε το κυπαρίσσι, που - πώς να το κάνουμε; - αν και φλύαρο και υπερφίαλο, της είχε χαρίσει τ' όνειρο των μεγάλων αποστάσεων, του απέραντου κόσμου.

Μετά απ' αυτό το θλιβερό γεγονός, σταμάτησε την έτσι κι αλλιώς ανώφελη γυμναστική της και μόνο αραιά και πού έβλεπε στον ύπνο της το εξωτικό Ακαλακούμπα. Κανένας όμως πια δε χόρευε εκεί τη ρούμπα.

Ήτανε, βέβαια, ακόμη νεαρά και εστερείτο πείρας, τόσο εστερείτο πείρας, που καν δε γνώριζε τις φυσικές της ιδιότητες. Έτσι, ένα ανοιξιάτικο πρωί, παραξενεύτηκε πολύ, νιώθοντας να τη φαγουρίζουνε οι ρίζες της, κι ακόμα πιο πολύ παραξενεύτηκε σαν είδε, δυο μέρες τρεις αργότερα, λίγο πιο κει, μέσ' απ' το χώμα να προβάλλει ένα μικρό, χλωροπράσινο βλαστάρι αγριάδας.

"Μπα, καινούργια απόχτησα γειτόνισσα!" ήταν η πρώτη σκέψη της, αλλά όταν είπε "καλωσόρισες, γειτόνισσα", άκουσε, την ίδια ακριβώς στιγμή, να λέει και το βλαστάρι τα ίδια λόγια, να την καλωσορίζει δηλαδή με τη φωνή της. Το ίδιο έγινε, ακριβώς, άλλες δυο μέρες τρεις αργότερα, όταν καινούργιο εμφανίστηκε, πιο πέρα, βλασταράκι.

Μπορεί, λοιπόν, να ήταν άπειρη, αλλά κουτή δεν ήταν. Έτσι κατάλαβε ότι στον εαυτό της μίλαγε, αφού τα νέα αυτά βλαστάρια από τις ρίζες της ξεπήδαγαν και σαρξ εκ της σαρκός της ήσαν.

Λόγια πολλά για να μη λέμε και χρόνο να μην κλέβουμε απ' την αιωνιότητα, μέσα σε χρόνια ελάχιστα, πολύ πιο λίγα από τα επτακόσια, η αγριάδα είχε, ρίζα τη ρίζα, καταβολάδα την καταβολάδα, βλαστάρι το βλαστάρι, όλο τον κάμπο καταχτήσει κι όλα τα βουνά ως την κορφή τους και πιο πέρα. Για το πιο πέρα δεν μπορώ να πω, τα μάτια μου μονάχα ως τις βουνοκορφές την ακολούθησαν. Πιο πέρα δεν άντεξαν. Έμαθα ωστόσο, από έγκυρες πηγές, πως έφτασε στο Ακαλακούμπα και πως στο δροσερό και καταπράσινο χαλί της χορεύουν τώρα γυμνοπόδαροι εραστές τη ρούμπα.

Επιμύθιο Ι: Όσο πιο κοντά στη γη βρίσκεσαι, τόσο πιο μακριά από τ' αστροπελέκια είσαι.

Επιμύθιο ΙΙ: Δια του οριζοντίου ύψους, η απόστασις, έως το Ακαλακούμπα, καλύπτεται εις χρόνον κατά πολύ συντομότερον των επτακοσίων ετών.

Αργύρης Χιόνης (1943 - 2011)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Έλληνες θα ειπεί...






Να μαζεύονται οι φίλοι, να πίνουν κρασί και να τραγουδάνε...

Προβολές σελίδων τον προηγούμενο μήνα