ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΟ OFFICIAL SITE ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ ΤΟ liantinis.gr




ΚΑΙΓΕΤΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΑΠΟΨΕ, ΔΑΣΚΑΛΕ...

ΚΑΙΓΕΤΑΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΑΠΟΨΕ, ΔΑΣΚΑΛΕ.

ΝΥΧΤΑ ΑΓΙΟΥ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ.

ΚΑΙ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ.

ΨΗΦΙΖΟΥΝ, ΛΕΕΙ, ΤΟ ΝΕΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ.

ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΣΟΥ - ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΚΟΜΗ ΦΟΡΑ - ΤΟ ΜΟΝΟ ΜΑΣ ΣΤΗΡΙΓΜΑ ΣΤΙΣ ΔΥΣΚΟΛΕΣ ΩΡΕΣ...


Η εποχή της κυοφορίας - απόσπασμα από το «ΕΞΥΠΝΟΝ ΕΝΥΠΝΙΟΝ»

Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Λιαντίνη: «ΕΞΥΠΝΟΝ ΕΝΥΠΝΙΟΝ» (σελ. 89 – 91), εκδόσεις Δ. Λιαντίνη, Αθήνα 2006

με αφορμή την πρόσφατη αλλαγή της αρχικής σελίδας του liantinis.gr



19. Η εποχή της κυοφορίας

Όσον αφορά στις συνθήκες μέσα στις οποίες εγεννήθη το έργο, τα γράμματα του ποιητή, οι πληροφορίες και οι περιγραφές των φίλων του και η βιβλιογραφική επικουρία στο χώρο της βιογραφίας προσφέρουν την αδρή μαρτυρία, που επιτρέπει ισχυρά τον παραλληλισμό της πνευματικής αγωνίας του με την τραγική περιπέτεια του Οιδίποδα. Ο ποιητής περιμένει, αγωνίζεται, σιωπά και μελετάει.

Αξιοποιεί τη μαθητεία του στο Rodin σχετικά με την πλαστική, μονολογεί με μορφές ζωγραφικών πινάκων, σκύβει την κεφαλή στο ύψος των αρχιτεκτονικών μνημείων. Νοσταλγεί, αναστενάζει και δέεται καθώς αντικρύζει τα ελληνικά ανάγλυφα και τα γλυπτά στο Λούβρο, στο Βατικανό και στη Νεάπολη.

Τον χαροποιεί για να τον βυθίσει σε νέα μοναξιά η προσωπική γνωριμία του με φτασμένους ομότεχνους. Η πνευματική αοκνία του δεν αποβλέπει σε άλλο, παρά να θεραπεύει τον αγρό και να ευρωσταίνει το σπόρο των ελεγειών.

Με τη μουσική αφαιρείται επί ώρες και λησμονεί την ωμή κλήση του πραγματικού καθώς μετατοπίζεται στο μύθο του κόσμου της εμμέλειας. Εξακολουθεί να γράφει, αλλά όλα τα αντιμετωπίζει και τα νοιώθει σαν πάρεργα μπροστά στο μεγάλο έργο. Εκείνο μόνο τον περιμένει ατελείωτο, απειλητικό, επτασφράγιστο.

Μυκτηρίζει τα πρώιμα έργα του, αισθάνεται δύσπνοια στη στρατόσφαιρα του Malte και τα Νέα Ποιήματα είναι μόνο «οι βαρειές στάλες, που προμηνύουν τον κεραυνό».

Η μαγνητική βελόνα της τέχνης είναι προσηλωμένη σταθερά σε ένα σημείο, στις ελεγείες. Οι ελεγείες τον φέρνουν πέρα από τα ανθρώπινα σπουδάσματα και χρονίζει στη θεωρία της επιστήμης και της τέχνης.

Η θεία εξαρπαγή που οι πολλοί τη λογιάζουν για ανθρώπινη τρέλλα είναι η προϋπόθεση για την είσοδο στο Elysium της χαράς.

Οι ελεγείες τον βιάζουν, τον αναγκάζουν, τον υποχρεώνουν, τον λεηλατούν.

Ο ποιητής παροξύνεται και φρίσσει, ασπαίρει και παρακινεί, οιστρά και οδυνάται.

Το χρέος των ελεγειών λυμαίνεται την οικογενειακή χαρά του με την ίδια εμπερίσκεπτη ιδιοτέλεια. Απαραχάρακτο και λιτό επιβάλλει στον ποιητή σκληρούς όρους ζωής.

Ο πατέρας του απογοητεύεται για τον άπρακτο βίο του, πικραίνεται και πεθαίνει ανήσυχος.

Η μητέρα αντί να χαρεί τη δόξα του γιου, εγνώρισε τη φήμη του ξένου.

Η αγάπη του ποιητή για τη γυναίκα του, ήταν η τρυφερή πληγή, που άνθιζε στη διαρκή ευκρασία της απουσίας. Όσο τους πονούσε ο χωρισμός, τόσο γέμιζε το χάσμα της απόστασης με «νόημα και ανάγκη».

Η λαχτάρα για το παιδί του – τη μικρή Ρουθ – εφώτιζε σαν κερί τη μελαγχολική μοναξιά του τις νύχτες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, που τις συνηθίζουν οι άνθρωποι σαν ημέρες οικογενειακής θαλπωρής.

Πριν προφτάσουν οι φίλοι να χαρούν τον ερχομό του, τον νοιώθουν να χάνεται πάλι, σαν σύννεφο που το κυνήγησε άνεμος. Παρακολουθούν τη σκέψη του, υποπτεύουν τους μυστικούς κραδασμούς, χαίρονται την παράξενη ηρεμία που σκορπίζεται γύρω του, όταν ομιλεί ή χειρονομεί. Αλλά τους ταράζουν αμήχανα οι αιφνίδιες τροπές του. Η σιωπή και η ανεπίκαιρη αλλαγή στα σημάδια της όψης του, που προδίνουν την ψυχική του δίνη, τους ανησυχεί και τους σπρώχνει να μηχανεύονται προστατευτικά μέτρα.

Όλοι οι δεσμοί του έχουν εκείνη τη λεπτή ευγένεια, που έχει κάθε δεσμός, όσο του λείπει η σιγουριά.

Οι γυναίκες που τολμούν να εισδύσουν στα συναισθηματικά του άβατα, παραδίνονται στα ναρκοπέδια μιας πρωτόγνωρης γοητείας και όταν εγκαταλείπονται, έχουν σημαδευθεί από τη στιγμιαία αστραπή του αιώνιου.

Η γνώση του ποιητή για την «εκ των προτέρων χαμένη αγαπημένη» έχει αιχμαλωτίσει το μέλλον και το αποθέτει στα χέρια τους σαν πουλί στο κλουβί, την ώρα που εκείνος φεύγει, όχι για να ζήσει νέες περιπέτειες, αλλά για να σβησθεί στον πλούτο της φτώχειας και στη σιωπή της μοναξιάς του.

Ό,τι είναι δικό του το νοιώθει σαν ξένο και ό,τι έχασε, το κατέχει σαν μόνιμο κτήμα.

Η αυτολησμοσύνη του, που εκφράζει την αποκατάσταση του διαλόγου με τον εαυτό του και την παρηγορητική εγκατάλειψη στην παιδευτική ψυχαγωγία της τέχνης, αναρριπίζει την αποδημητική οργή της νεότητας.

Ελπίζει ότι η ανάερη μετακίνηση του τόπου και η μεταβαλλόμενη διαδοχή του αγνώστου θα φανερώσουν στο προσηλωμένο βλέμμα του το imperium των ελεγειών.

Επισκέπτεται μουσεία, μελετάει μνημεία, διαβάζει μια επιγραφή σε κάποιο κοιμητήρι και συλλογίζεται.

Περιτρέχει τα βουνά, χαίρεται τοπία, αφουγκράζεται τη συμπυκνωμένη σιωπή στις κατακόμβες της Ρώμης.

Αγναντεύει τη μετρημένη Μεσόγειο και λικνίζεται στο γλαυκό αφροθαλάσσι της.

Σπουδάζει πολιτείες και χώρες και με τη φτώχεια του προσπαθεί να ζεστάνει την απέραντη δυστυχία του Παρισιού.

Αναπαύεται σε θέρετρα, καταλύει τη νύχτα σε χάνια και πανδοχεία, ανεβαίνει σε λίμνες.

Διημερεύει σε πύργους και μοναστήρια. Πασχίζει να διαβάσει το Κοράνιο στα αραβουργήματα της Αλάμπρας και ετοιμάζεται να ζήσει από μια βίγλα το Τολέδο στην καταιγίδα.

Συνομιλεί με ξωμάχους, ψαράδες και αγαθούς στρατοκόπους, κάθεται με τις ώρες δίπλα σε πηλοπλάστες και σχοινοποιούς και μέσα στην άναυδη κατάπληξη του αιφνίδιου φωτισμού κατανοεί πόσο κοντά είναι ο άνθρωπος στο Δημιουργό της Γένεσης.

Ενώ τον καίει ο ήλιος της Τύνιδας και του Μαρόκου, ζωντανεύει μπροστά του το όραμα του Προφήτη, οι λεγεώνες των νεοφώτιστων, το αστόμωτο σπαθί του κόσμου.

Υψώνει το βλέμμα στο πρόσωπο της Σφίγγας και στην τριγωνική κορυφή του Χεφρήνος και χάνεται μέσα στον κονιορτό της ιστορίας και το νεφέλωμα των αστρικών μύθων.

Πλέει ανάπλωρα στο Νείλο, στο ζωντανό ποτάμι. Ζει την αφροσύνη της Ευρώπης, του πρώτου πολέμου και τα ερείπια της μεταμέλειας. Τον υποδέχονται φιλόξενα αρχοντικά και βίλες με ονόματα κοριτσιών και λουλουδιών.

Μένει για λίγο και όλα τα πλουτίζει ο απέριττος ευπατρίδης της ομορφιάς και της θλίψης.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ

Ακολουθεί το κεφάλαιο «Η εποχή της γνώσης». Με αξιοσημείωτο πως η κυοφορία κράτησε δέκα χρόνους και η «έξοδος από τη φοβερή κατανόηση» μόλις δέκα μέρες:

«Αυτή την έξοδο, που την είχε από την αρχή διαισθανθεί, πρέπει να την εννοήσουμε σαν ταυτόχρονη είσοδο στο κράτος της λύτρωσης. Είναι η στιγμή της ελληνικής τραγωδίας, όπου ο Οιδίπους αποκόπτεται από τον όλεθρο των ανθρωπίνων πραγμάτων και διαλύεται ήρεμα στο μυστήριο της χάρης του θείου:

νυν γαρ θεοί σ’ ορθούσι, πρόσθε δ’ ώλλυσαν.

Η οδυνηρή κυοφορία των ελεγειών στο πνεύμα και στη ζωή του Rilke παραβάλλεται με την τραγική τροχηλασία του Οιδίποδα πάνω από παθήματα, κρίματα και πτώματα και προ παντός πάνω από το ορφικό διαμέλισμα της ίδιας του της υπόστασης. Η χρονική απαρχή των παθών τοποθετείται στο έτος 1912 […] Το τέλος των παθών σημειώνει το έτος 1922, όποτε ο ποιητής φτάνει στην έξοδο της φοβερής κατανόησης, που αντιστοιχεί προς την τελική λύτρωση του Οιδίποδα

(ΕΞΥΠΝΟΝ ΕΝΥΠΝΙΟΝ, σελ. 93)

Και από την τελευταία επιστολή του Δημήτρη Λιαντίνη προς το παιδί του, παραθέτουμε και αντιπαραβάλλουμε το ακόλουθο:

Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα.


Έλληνες θα ειπεί...






Να μαζεύονται οι φίλοι, να πίνουν κρασί και να τραγουδάνε...

Προβολές σελίδων τον προηγούμενο μήνα