ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΟ OFFICIAL SITE ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ ΤΟ liantinis.gr




ΤΟ ΓΡΑΦΕΙΑΚΙ ΤΟΥ


Το γραφειάκι του

Είναι ένα τόσο δα καμαράκι. Καμαρούλα μια σταλιά, δύο επί δύο, που λέει και το τραγούδι… Είναι η κάμαρα που κοίμισε, που φιλοξένησε ένα Λιαντίνη. Εδώ της πρώτης νιότης του τα ονείρατα, εδώ και τα πρώτα του διαβάσματα.


Στενοί οι τοίχοι, μικρό και το παράθυρο. Απερίγραπτο το μεγαλείο της θέας και ανομολόγητη η μεγαλοσύνη του άντρα που κατοίκησε εδώ. Όταν τρεμάμενο το βήμα σου διαβεί το κατώφλι, το νιώθεις, το αισθάνεσαι, το οσμίζεσαι στον αέρα, πως δεν είναι τούτο ένα δωμάτιο σαν τα άλλα. Παρατηρητήριο είναι πες, μετερίζι ζωής και βίγλα θανάτου…

Το κρεβατάκι του δεν είναι πια εδώ. Αναρωτιέσαι. Χωρούσε και κρεβάτι; Ναι, σε βεβαιώνουν. Αλλά το πήρανε. Να γίνει χώρος για τους προσκυνητάδες…

Μόνο απομένει στη γωνιά το γραφειάκι του. Και η καρέκλα που ώρες ατέλειωτες καθόταν εκείνος και μελετούσε. Στη γωνιά. Μπροστά από το γαλάζιο παραθύρι. Ένα ταπεινό κι απέριττο τραπέζι. Με δυο συρτάρια. Μικρά κι αυτά. Γεμάτα όμως από την παρουσία του. Μοιάζει απίστευτο, αλλά τα ανοίγεις και πέφτεις σε δικά του χειρόγραφα. Μπλοκάκια, γράμματα, σημειώσεις…

Χέρια και χέρια πέρασαν από δω. Και άγγιξαν, και είδαν και διάβασαν. Και πήραν! Λεηλάτησαν πες καλύτερα. Πότε και ποιος θα βάλει ένα τέλος σ’ αυτό; Θλίβεσαι και πικραίνεσαι. Θα ‘ρθει μια ώρα που θα αναζητούμε τις μνήμες του και δε θα υπάρχει τίποτε.

Γυρνάς με παράπονο το βλέμμα τριγύρω. Κακότεχνοι πίνακες, μιλούν τάχα για εκείνον. Έργα άγνωστου καλλιτέχνη που από τη δόξα του εμπνεύστηκε… Και θέλησε την ανωνυμία του να κατανικήσει με το όνομα εκείνου. Γιατί, ρωτάς «γιατί»; Γιατί αυτοί οι πίνακες εδώ; Θα ήθελες το χώρο αμόλυντο, απείραχτο. Έτσι κατά πως εκείνος τον άφησε.

Στρέφεσαι και πάλι στο γραφειάκι. Αυτή η γωνίτσα κρατά αψεγάδιαστη και αψιμυθίωτη την εικόνα του. Σου δείχνουν το δεξί το ποδαράκι. Είναι σκαμμένο, φαγωμένο. Σου βάζουν το ερώτημα. Σε καλούν να μαντέψεις. Μα δεν μπορείς. Και όμως θα έπρεπε. Σκουλήκι τρύπωσε εδώ. Και ροκάνιζε το ξύλο. Κρυφό σαράκι. Και έπιασε εκείνος και σκάλισε, και έσκαψε βαθιά. Να ξεριζώσει το κακό. Να γιάνει το τραπέζι. Πληγή στην πληγή. Μαχαίρι κοφτερό. Θανάτω θάνατον.

Σκέφτεσαι, σκέφτεσαι. Και δεν μπορείς. Θέλεις να ουρλιάξεις. Ν’ αρπάξεις μαχαίρια και χαντζάρες. Και να ξεκληρίσεις όλα τα σαράκια από προσώπου γης. Που ροκανίζουν και αφανίζουν βήμα βήμα, μέρα μέρα, την κληρονομιά του. Τις επιθυμίες του. Τα όνειρά του.

Είσαι μακριά τούτη την ώρα. Μα οι αόρατοι ιστοί σε γυρίζουν εκεί. Ταΰγετο δε βλέπεις. Το σκοτεινό Αιγαίο αφουγκράζεσαι στο βάθος. Μα κει ψηλά, ίδιος ο έναστρος ουρανός με κείνον που αποθαύμαζες μια βδομάδα πριν. Ψάχνεις το αστέρι του, ψάχνεις τη Γκέμμα. Ένα αστέρι ξεκαρφώνεται αίφνης. Κατρακυλά στην άβυσσο. Και συ, μυστικά ψιθυρίζεις μιαν ευχή…

__________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο γράφτηκε στην Ικαρία. Τον Αύγουστο του 2006. Λίγες μέρες νωρίτερα είχα επισκεφθεί για πρώτη φορά τη Λιαντίνα. Το χωριό του Δημήτρη Λιαντίνη.

Εκείνη η επίσκεψη σήμανε πάρα πολλά για μένα. Έφυγε αίφνης το πέπλο ομίχλης και είδα πράγματα που ως τότε παρίσταναν την αλήθεια μα αλήθεια δεν ήταν.

Κοντεύουν πια τέσσερα χρόνια από τότε. Χρόνια που και οι χαντζάρες χρειάστηκαν και όλα τα όπλα που εκείνος μας δίδαξε για να φτάσουμε στην αλήθεια και να ξεριζώσουμε τα σαράκια που την ροκανίζουν.

Αύριο ξημερώνει μια σπουδαία μέρα. Μέρα δικαίωσης αυτού του πολύχρονου αγώνα. Επιτέλους μπορεί και το δικό μας χείλι να γελάσει. Όπως χαμογέλασε και τη μέρα που δεύτερη φορά επισκέφθηκα τη Λιαντίνα.

Οι πίνακες είχαν φύγει. Και στη θέση τους το στοργικό χέρι της κόρης του, της Διοτίμας, είχε τοποθετήσει φωτογραφίες αυθεντικές του πατέρα της.

Στη μέρα την αυριανή, την πρώτη της άνοιξης, αφιερωμένο το κείμενο του τότε.

Ο Λιαντίνης και οι άλλοι


Ο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ;


Τι τίτλος... Ταιριαστός με την ώρα. Ξημερώματα Σαββάτου. Παλεύοντας ανάμεσα στο ξύπνιο και στον ύπνο. Με ένα τσιγάρο αναμμένο και χωρίς να αποφασίζω αν θα φτιάξω καφέ ή θα πάω μέσα να συνεχίσω τον ύπνο.

Είμαι από τους ανθρώπους που μέρα τη μέρα όλο και λιγότερο τους αρέσει η δουλειά τους. Και ορθότερα: η δουλεία τους.

Και τι απογοήτευση όταν αυτή τη δουλειά κάποτε την είχες ερωτευτεί...

Τουλάχιστον τους άντρες που ερωτεύεσαι μπορείς να τους αφήσεις όταν ο έρωτας σβήσει. Τη δουλειά, όχι. Ώσπου γίνεται βρόγχος και σε πνίγει. Κάθε πρωί παλεύεις μπρος στον καθρέφτη. "Δε θέλω να πάω σχολείο". Και κάθε βράδυ κοιμάσαι ύπνους δίχως όνειρα. Άλλο σπούδασα και άλλο κάνω.

Και άλλος ο δάσκαλος στο ιδεοδρόμιο εκείνων των μακρινών ταξιδιών. Με ημερομηνία αρχικής απογείωσης το Σεπτέμβρη του 1992. Ως τότε απλά δεν ήξερα δάσκαλος τι σημαίνει. Και σερνόμουνα στα τυφλοκάντουνα όσων μου δίδαξαν στις ακαντέμιες... Το 92 ήρθε ο Λιαντίνης. Και έμεινε.

Τώρα, τις Παρασκευές, που ξέρω πως δε χρωστάω σε κανέναν το Σάββατο, πέφτω ξερή στον καναπέ. Λέω για λίγο. Κι έπειτα βυθίζομαι στον ύπνο και ξυπνώ χαράματα. Νωρίτερα και από τις μέρες που φοράω το ζυγό και τρέχω...

Η πόλη κοιμάται. Στη διπλανή λεωφόρο αραιά και πού περνάνε κάποια ακόμη νυχτοπούλια. Ξενύχτηδες της Παρασκευής; Ή κάποιοι που φοράνε ζυγό και τα Σάββατα;

Βγαίνω στο μικρό μπαλκόνι. Εδώ που είναι το "στρατηγείο" μου. Πάει καιρός που δεν μπορώ να γράψω μέσα στο σπίτι. Με πνίγουν οι τοίχοι. Ακόμη και το χειμώνα. Τυλιγμένη σε μπουφάν και κασκόλ. Κι ας παγώνουν τα δάχτυλα. Είναι μια μικρή ψευδαίσθηση ελευθερίας εδώ.

Δίπλα μου ο σκοτεινός κήπος. Έρωτας και αυτός. Ώσπου να αποφασίσει ο εργολάβος να χτίσει την έρημη από χρόνια γειτονική μονοκατοικία. Και να υψώσει έναν τεράστιο άσπρο τοίχο που θα μου κρύψει και την τελευταία φλούδα ουρανό. Λέω πως ως τότε θα έχω προλάβει να φύγω. Από το μεγάλο καζάνι της Αθήνας. Χίμαιρα;

Εδώ λοιπόν απλώνω τον υπολογιστή και τα βιβλία. Εδώ γράφω. Άλλοτε για να ταλαιπωρώ τα πλήκτρα κι άλλοτε για να "μη νιώθουν μόνοι" οι φίλοι μου.

Ένα πουλάκι τερετίζει μέσα στο μαύρο. Ξεγελάστηκε από το φως του μπαλκονιού ή νιώθει τη μέρα που έρχεται;

Έγραφα χτες όλη μέρα. Και στο τέλος δε δημοσίευσα ούτε λέξη. Εμ, με αυτά που πιάστηκα, καλά να πάθω. Την τελευταία δεκαετία του Λιαντίνη; Ποιος μπορεί να γράψει γι' αυτά τα χρόνια χωρίς να πατάει κάθε τρεις και λίγο ντιλίτ;

Ακόμη βαρύτερος ο ύπνος αυτής της Παρασκευής. Και όταν κατάφερα να νικήσω τη βαρυτική των βλεφάρων, βγήκα απλά και μόνο (έτσι νόμιζα) να συμμαζέψω το κομπιούτερ που είχε μείνει ανοιχτό. Εκεί το έκανα το λάθος. Να "γκουγκλάρω" τη λέξη που με βασάνιζε. Γκέμμα...

Τι το ήθελα; Μια ακόμη απογοήτευση. Δώδεκα χρόνια μετά...

Δώδεκα χρόνια μετά από την εξαφάνιση του συγγραφέα. Και ποια η σχέση του με τους άλλους; Να τι ψάρεψαν τα πρωινά μου δίχτυα:

(Η επιλογή των αποσπασμάτων είναι από το τελευταίο του βιβλίο, τη Γκέμμα. Η μελέτη τους θα βοηθήσει τον «αμύητο» χρήστη να κατανοήσει τη σκέψη του Δημήτρη ...

Χριστέ και απόστολοι και οι άγιοι όλοι... (βγήκε από μέσα μου η χριστιανομαθημένη, ξέρω αυτό θα πουν κάποιοι άσπονδοι φίλοι... άστους να λένε... Και το πουλάκι εκεί κάτω στον κήπο εξακολουθεί να κρώζει... )

Από ποια λέξη να πιαστείς και να μην σπαράξεις; Τον ίδιο πόνο κάποιων άλλων μαθητών, σε έναν άλλο Γολγοθά. Και στα ιμάτια του δασκάλου βάζουν πάλι κλήρο...

Ποιοι; Οι μυημένοι;

Και τα μοιράζουν ελεητικά σε ποιους; Στους αμύητους; ( Όχι στους αμίαντους; )

Σε όσους δεν πρόκαμαν να δουν τι είπε ο μεγάλος "μύστης":

"Είναι στοιχειωδώς φρόνιμο προκειμένου να κρίνει κανείς κάποιον όχι μόνο να μελετήσει και να ξαναμελετήσει τα κείμενα,

το άγιο Πρωτότυπο,

όπως θα ‘λεγε ο Γκαίτε, αλλά και να τα μελετήσει ολόκληρα. Αρχή και τέλος.

Όταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς του όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά, γράφει και ξαναγράφει ο αγράμματος Μακρυγιάννης."

Αυτά έγραφες - αντέγραφες - πάλι προχτές. Από το Homo Educandus, σελ. 105.

Επιμένοντας στο ίδιο μονότονο τραγούδι. Να τον διαβάσουν πρώτα όλον. Να μελετήσουν ακόμη και τα σχόλια. Ως και τον πίνακα των ονομάτων...

Γιατί δεν είναι τούτος ένας ακόμη γραφιάς. Είναι ποταμός και άνεμος:

Ποταμέ μου, όταν γιομίζεις
και βαρείς και κυματίζεις,
πάρε με στα κύματά σου
στα βεργολυγίσματά σου,
να με πας στη δύση - δύση
και στης Αργαστής τη βρύση.

Από το ΕΔΩ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ - ΓΚΕΜΜΑ (σελ. 157)

Και σε άλλους καιρούς τον ίδιο ποταμό ταξίδευες... Φανερώνοντας τα αφανέρωτα και τα λησμονημένα. Ψάχνοντας όχι μόνο σε κάθε του λέξη, σε κάθε του κόμμα, μα και ανάμεσα. Στις σιωπές και στα κενά διαστήματα...

Για να καταλήξεις πού; Να μην μπορείς ένα ολόκληρο απόγευμα να σταυρώσεις λέξη για τη Γκέμμα. Να γράφεις και να σβήνεις. Ξανά και ξανά...

Για ποιους; Σίγουρα όχι για τους "μυημένους αμύητους" που επιμένουν στα αποσπάσματα.

Μόνο για μια δράκα που περπατούν ανάποδα το μονοπάτι. Κι όλο τ' απόσκια πορπατούν:

Όλα τα λάφια που βοσκούν όλα δροσολογιούνται
Και μια λαφίνα ταπεινή δεν πάει μαζί με τ' άλλα
Μόνο στ' απόσκια περπατεί, τ' απόζερβα αγναντεύει
Κι όπου βρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει

Κι ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει
Γιατί λαφίνα ταπεινή δεν πας κοντά με τ' άλλα
Μόνο στ' απόσκια περπατείς τα απόζερβα αγναντεύεις
Κι όπου βρεις γάργαρο νερό θολώνεις το και πίνεις

Ήλιε μου Σα με ρώτησες θα σου το μολογήσω
Δώδεκα χρόνους έκαμα μόνη χωρίς ελάφι
Δώδεκα χρόνους ήλιε μου στείρα χωρίς ελάφι
Κι από τους δώδεκα κι ομπρός εγέννησα λαφάκι.

Και σαν εβγήκε ο βασιλιάς να λαφοκυνηγήσει
Το βρίσκει μοσχανάθρεφτο και το διπλοσκοτώνει
Γι αυτό στ' απόσκια περπατώ τ' απόζερβα αγναντεύω
Κι όπου βρω γάργαρο νερό θολώνω το και πίνω

Κι ο ήλιος τότε δάκρυσε και τα βουνά ριγήσαν
Και το φεγγάρι έσβησε ν' ακούσει το ελάφι
Κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές μαζί του αναστενάξαν
Κλάψε με, μάνα κλάψε με, με ήλιο με φεγγάρι.

Τους το αφιερώνω. Από καρδιάς. Στη δρακοντογενιά του Γιαννιά...

"Δράκος" ξέρουμε, αλήθεια, τι σημαίνει;

Μα τι ρωτώ κι εγώ... Κολλημένη μια ζωή σε κείνο το "λέπας"... Και με τα λεξικά παραμάσχαλα να βασανίζομαι λέξη τη λέξη.

Ο δράκος, λοιπόν, πιθανόν ετυμολογείται, έτσι γράφει το λεξικό του Τεγόπουλου Φυτράκη, από το δρακείν του ρ. δέρκομαι ( = βλέπω, παρατηρώ). Και από τα Ελληνικά και δη το ΕΠΙΜΕΤΡΟ του Δημήτρη Λιαντίνη επισυνάπτω το ακόλουθο πρόθεμα:

Και χρεωστώ να ευχαριστήσω τους μελλοντικούς αναγνώστες μου

εκ μέρους εκείνων που σιωπούσαν, αλλά έβλεπαν"

Δ.Λ.

Πώς τώρα έφτασε η λέξη "δράκος" άλλο τελείως να σημαίνει; Ο Μπαμπινιώτης παραπέμπει στον Όμηρο και στο έντονο βλέμμα των ερπετών που παραλύει τα θύματά τους.

Πάντως ως τις μέρες μας έφτασε από την ίδια ρίζα (δέρκομαι) να λέγεται με την αρχική σημασία το επίθετο οξυ-δερκής.

Έτσι και η δρακοντογενιά. Του Γιαννιά... Σιωπά αλλά βλέπει.

Τους ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου.

Μη αυτοί, γιατί να συνεχίζω να γράφω;

________________________


Υ.Γ. Και για να δεις, τίμιε αναγνώστη, πόσο έβλαψε τη διάδοση του έργου του Λιαντίνη αυτή η τακτική της παραχάραξης, η τακτική να μιλούν για εκείνον δίχως να τον έχουν μελετήσει ολόκληρο και σε βάθος, και να ζητούν και σε άλλους να κάνουν το ίδιο, κάντε κλικ εδώ. Μία φοιτητική σελίδα είναι. Και όμως τι λέει;

Να μελετήσουν το Λιαντίνη από αποσπάσματα για να κατανοήσουν τη σκέψη του!!!

Αναμετάδοση στο διαδίκτυο του αρχικού λάθους. Δες στο τέλος του άρθρου από πού... Από ποια ιστοσελίδα το αναδημοσιεύουν...

Για να κατανοήσεις κι εσύ με τη σειρά σου τον αγώνα μας να περάσει η ιστοσελίδα αυτή στα χέρια εκείνων που δικαιούνται να μιλούν για το Λιαντίνη. Όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Λιαντίνης έτσι το ζήτησε, στο μικρό κατάλογο που άφησε... μα και γιατί εκπληρούν τους όρους του Μακρυγιάννη. Έχουν μελετήσει το Άγιο Πρωτότυπο και μάλιστα αρχή και τέλος. Πώς αλλιώς;

Το δημοτικό τραγουδάκι που ακολουθεί είναι αφιερωμένο εξαιρετικά σε εκείνη, την πρώτη του καταλόγου που άφησε ο Δημήτρης Λιαντίνης, και που ακούραστα τόσα χρόνια δίνει τον αγώνα να αποκατασταθεί η μνήμη του Δημήτρη Λιαντίνη:

Γείραν τ' απόσκια γείρανε, Λελούδα μ' στην αυλή σου,
κι εσύ Λελούδα μ' άργησες, στο μύλο μην πηγαίνεις,
γιατί 'ναι Τούρκος μυλωνάς, κι αράπης πασπαλιάρης,
παίρνει για ξάι* χάιδεμα, φιλεί τα μαύρα μάτια.

* ξάι = αντάλλαγμα

(τσάμικος του γάμου από το gardiki.net)

Κι ελάτε τώρα, ακριβοί μου φίλοι, να δείτε πώς εμείς μελετούμε το Λιαντίνη. Με συνεχή αναστροφή και διαρκή μελέτη. Όχι αποσπασματικά. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να τον προσεγγίσεις.

Ανοίξτε λοιπόν τη Γκέμμα. Στην ίδια σελίδα που υπάρχει το ποίημα για τον ποταμό, που όταν γιομίζει και βαρεί και κυματίζει... Και διαβάστε τι προηγείται: (σελ. 156)

"Την ενάτη ισταμένου του μήνα Μαιμακτηριώνα ο Εμπεδοκλής επιχείρησε τη δεύτερη ανέβαση στο όρος.

Παρότι χιονοδρόμος στα πρώτα του νιάτα, εβιάστηκε να προφτάξει τα χιόνια. Γιατί σε λίγο θα σκέπαζαν τις κορφές. Και σε τούτο το ανηφόρισμα λογάριαζε να μη συναντήσει εξωτερικές αλυκόντιες. Του έφτανε ο μέσα του αγώνας.

Ωστόσο σε τούτη τη δεύτερη πορεία ένιωθε πολύ πιο ασφαλής σε σύγκριση με την προηγούμενη φορά. Εκείνο το πρώτο, το αρχαίο βάρος του όρους, τώρα είχε αλλάξει μέσα του αίσθηση. Ωσάν τα δισεκατομμύρια οι τόννοι της ύλης να είχαν σκορπίσει. Να είχαν μεταστοιχειωθεί σε στοιχεία πολύ ελαφριά. Το ποσό της ενέργειας που εκλύθηκε όμως είχε περάσει στη ματιά του σαν ένα είδος κυρίαρχης ιδιότητας. Αν ήθελες να ονομάσεις το ύφος που είχε το βλέμμα του τώρα, θα τό 'λεγες πέτρωση του ανέμου. Ή ανίατη εμμονή.

Προτού φτάσει ν' ανηφορίσει την πρώτη απαγανιά, επέρασε μια μικρή κοιλάδα που την έλεγαν Στο Μύλο. Εκοίταξε τον παλαιό νερόμυλο με το βαγένι, με τη φτερωτή, και με τη χελιδόνα του. Το μασούρι, το βαρδάρι, οι μυλόπετρες. Και ύστερα εστράφηκε κατά τη φορά του μυλαύλακου, όσο να φτάσει στην αρχή του. Εκεί στη Δέση των νερών, ακούμπησε στον όχτο του αυλακιού και θυμήθηκε το τραγούδι που άκουγε παιδί να τραγουδάνε οι δύο μυλωνάδες, ο γέρο Γιαννακός, κι ο γέρο Δημητρώνης, την ώρα που έπαιρνε να δειλιάζει η μέρα, και γέρναν τ' απόσκια στις αυλές. Όταν τα κορίτσια ποτίζανε στη γλάστρα το βασιλικό και τα γεράνια τους:

Ποταμέ μου, όταν γιομίζεις
και βαρείς και κυματίζεις,
πάρε με στα κύματά σου
στα βεργολυγίσματά σου,
να με πας στη δύση - δύση
και στης Αργαστής τη βρύση."

Έτσι, καλέ μου, γράφει ο Λιαντίνης. Τόσο δύσκολα και τόσο συμβολικά και με τέτοιο βάθος τεράστιο σε κάθε φράση, σε κάθε λέξη...

Πώς μωρέ να τον κατανοήσεις μόνο με τα αποσπάσματα; Όσο σοφά και αν τα διαλέξεις...

Πρόσεξες στο απόσπασμα τις λέξεις που ετόνισα; Το Μύλο και τη φράση "γέρναν τ' απόσκια στις αυλές"... Δες τώρα ξανά το δημοτικό τραγούδι που αφιερώσαμε στη Λουλούδω τη Δημήτρη Λιαντίνη. Όπως αποκαλούσε τη γυναίκα του. Κι από το Λουλούδω αυτό προέκυψε και το Λου, που έψαχναν άλλοι να βρουν από πού βγήκε... Μα πώς να το βρουν; Μελετώντας αποσπασματικά και επιφανειακά το Λιαντίνη;

Κι έπειτα ξαναδιάβασε και το τελευταίο γράμμα του Λιαντίνη προς την κόρη του. Εκεί που αυτοαποκαλείται ποταμός και άνεμος. Ζητώντας της τι;

"Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου."

Η ίδια τρυφερή φροντίδα για τη σύντροφό του κρύβεται επιμελώς και στο απόσπασμα της Γκέμμας. Με ευθεία παραπομπή για το εξασκημένο μάτι στο δημοτικό τραγούδι που ζητά από τη Λελούδα να μην πάει στο μύλο... γιατί ο γέρο Γιαννακός και ο γέρο Δημητρώνης δεν είναι πια εδώ... πλάκωσε τουρκιά και αραπιά... και θα της ζητήσουν ανταλλάγματα. Τι ανταλλάγματα;

Πατήστε τώρα εδώ και ακούστε το ηχητικό ντοκουμέντο με τίτλο ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - ΕΠΙΕΙΚΙΑ, Μνηστηροφονία, ραψωδία Χ του Ομήρου, από ομιλία του Λιαντίνη για τη Γκέμμα, το κύκνειο άσμα του:

"ω κύνες, ού μ' έτ' εφάσκεθ' υπότροπον οίκαδε νείσθε δήμου από Τρώων, ότι μοι κατεκείρετε οίκον δμωήσιν τε γυναιξί παρευνάζεσθε βιαίως αυτού τε ζώοντος υπεμνάασθε γυναίκα, ούτε θεούς δείσαντες, οι ουρανόν ευρύν έχουσιν, ούτε τιν' ανθρώπων νέμεσιν κατόπισθεν έσεσθαι. νυν ύμιν και πάσιν ολέθρου πείρατ' εφήπται."

Να το ακούσετε παρακαλώ ολόκληρο το ηχητικό ντοκουμέντο για να καταλάβετε τι εννοεί ο Λιαντίνης με την αναφορά του στον Όμηρο. Κι έπειτα να προβληματιστείτε. Ποιος είναι ο άνθρωπος που προσπάθησε να ζημιώσει το Λιαντίνη, όπως εκεί αναφέρει ο ίδιος; Και ποια η σχέση με τη μνηστηροφονία;

Ο ίδιος ο Λιαντίνης δεν τον κατονομάζει στο ηχητικό ντοκουμέντο. Βρέθηκαν άλλοι να βιαστούν και να το γράψουν. Πόσο σίγουροι είναι;

Όσο σίγουροι είναι και για την άλλη σκληρή στάση που έδειξε κάποτε ο Λιαντίνης σε ένα φίλο του. Βιάστηκαν κι εκεί να δημοσιεύσουν συμπεράσματα χωρίς να ακούσουν και την άλλη πλευρά. Τι πραγματικά προκάλεσε τον τσακωμό των δύο φίλων... Μηδενί δίκην δικάσεις πριν αμφοίν μύθον ακούσης, έλεγαν οι αρχαίοι έλληνες με την ηθική και την αρετή τους που τόσο προασπίστηκε ο Λιαντίνης στο έργο του. Και που βρήκε αντίκρυσμα στο αρχή και τέλος που ζήτησε αιώνες αργότερα και ο Μακρυγιάννης.

Βλέπετε πόσο δύσκολο έργο είναι να προσεγγίσεις το Λιαντίνη; Και πως είναι αδύνατον να τον κατανοήσεις με σκόρπια αποσπάσματα παρά με συνεχή αναστροφή σε όλα τα ντοκουμέντα που άφησε και σε όλες τις μαρτυρίες των ανθρώπων που τον γνώρισαν;

Κάντε κλικ και εδώ. Είναι ένα βίντεο - απόσπασμα από τη Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου. Το βρήκαμε αρχικά κάπου να παίζει στο διαδίκτυο. Αργότερα μας δόθηκε η ευκαιρία να δούμε ολόκληρο το βίντεο. Κι ανακαλύψαμε έκπληκτοι πως κάποιο "σοφό ψαλίδι" είχε αφαιρέσει από το απόσπασμα την εισαγωγή του. Την προσθέσαμε με το ηχητικό ντοκουμέντο που διαθέταμε. Για να είναι ολοκληρωμένο στο μέτρο του δυνατού το νόημα του αποσπάσματος. Δείτε το για να καταλάβετε τι ακριβώς είχαν ψαλιδίσει.

Κι έπειτα σκεφθείτε το ρόλο που διαδραμάτισαν τα τελευταία χρόνια κάποιοι χώροι του διαδικτύου προσπαθώντας να αποπροσανατολίσουν τους επισκέπτες ακριβώς στο σημείο αυτό. Στη σχέση του Λιαντίνη με τη γυναίκα του.

Πάντα όταν στέκεστε μπροστά σε αποσπάσματα ελλοχεύει ο κίνδυνος εκείνος που σας τα προσφέρει ηθελημένα και από σκοπού να τα έχει επιλέξει ώστε να κατευθύνει τη σκέψη σας σε συμπεράσματα που εκείνον εξυπηρετούν. Κι όχι απαραίτητα και την αλήθεια.

Κι αν αναγκαίο είναι για τεχνικούς λόγους να δημοσιεύεις και αποσπάσματα, οφείλεις τουλάχιστον συνεχώς να παρωθείς τους αναγνώστες να μελετήσουν το άγιο πρωτότυπο. Και ολόκληρο. Όχι να μείνουν στην αναμετάδοση που εσύ κάνεις. Και που δε χρειάζεται να έχεις κακή πρόθεση, αρκεί η προσωπική σου αδυναμία να ερμηνεύσεις το Λιαντίνη ώστε να "ξεγελάσεις" τον αναγνώστη.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στον ποταμό και το δημοτικό τραγούδι στο απόσπασμα της Γκέμμας. Αλλά τι ποταμό; Ποταμό που κυματίζει...

Και λίγο πιο πάνω, στο ίδιο απόσπασμα, προσέξτε και τη φράση: "πέτρωση του ανέμου".

Νάτος λοιπόν και ο άνεμος. Είναι το βλέμμα του Εμπεδοκλή. Του Εμπεδοκλή που επιχειρεί τη δεύτερη ανέβαση στο όρος...

Δε θα σταματήσουμε εδώ την αναστροφή μας στα κείμενά του. Αυτή η πέτρωση του ανέμου, το πετρωμένο βλέμμα, μας αναγκάζει να πάμε εδώ. Στο πετρωμένο ελάφι...

Και στον ύμνο του Κλεάνθη. Αλλά και εδώ, στο προλόγισμα από τις Ώρες των Άστρων. Όπου και πάλι μας καρτερεί το ίδιο πετρωμένο ελάφι. Να το επισκεφθείτε το λινκ. Και να διαβάσετε όσα εκεί γράφει σχετικά ο χρήστης Λουκία Σοφού. Τι της συνέβη στο διαδίκτυο όταν προσπάθησε πρώτη φορά να ανεβάσει αυτό το προλόγισμα. Ενδεικτικό της ημιμάθειας σε θέματα Λιαντίνη και πού μπορεί αυτή να οδηγήσει.

Βρείτε μετά το χρόνο να διαβάσετε και αυτό, αξίζει τον κόπο... Γιατί βοηθάει να προβληματιστούμε για τον τρόπο που ο Λιαντίνης επέλεξε τον τίτλο Γκέμμα. Μαργαρίτες και μαργαριτάρια θα βρείτε εδώ σπαρμένα, σαν και τον κήπο που ετοίμαζε ο Λιαντίνης λίγο πριν φύγει... Το περιβολάκι το μαργαριταροσπαρμένο...

Όλα δένουν. Αρκεί να έχεις υπομονή και να ψάχνεις συνεχώς. Είναι φοβερός ο τρόπος που έγραψε αυτός ο άνθρωπος. Αινιγματικός μεν αλλά και εξαιρετικά διδαχτικός στο πώς πρέπει να αναζητούμε την αλήθεια:

"Αντίκρια μου και αντίκρια σου, κι αντίκρια στο φεγγάρι
Εκεί έχουν κρύψει το ψηφί και το μαργαριτάρι."

(Νηφομανής, σελ. 139)

Θα κουραστείς λοιπόν. Και θα ιδρώσεις. Για να βρεις την κρυμμένη αλήθεια. Εσύ. Κανένας άλλος δεν μπορεί να σου προσφέρει έτοιμη την αλήθεια στο πιάτο. Ψέματα σου λέγει όποιος άλλα ισχυρίζεται.

Θα πάρεις και θα περπατάς σαν τη λαφίνα... Που θυμηθήκαμε στο άλλο δημοτικό τραγούδι. Και στα απόσκια για χρόνους θα ξημεροβραδιάζεσαι. Μέχρι και αν βρεθείς σε ξέφωτο.

12 χρόνους, λέει έζησε, χωρίς ελάφι. Όσους και εμείς χωρίς το Λιαντίνη. Και χωρίς επίσημη ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο. Βλέποντας τον ένα και τον άλλο να πυροβολούν το Λιαντίνη και την αλήθεια. Σαν πληγωμένα ελάφια.

Όπως και το άλλο ελάφι το πληγωμένο που αφιέρωσε στο Λιαντίνη ένας επιστήθιος φίλος του. Ο Βασίλης Αναγνωστόπουλος. Αντιγυρίζοντας προφανώς τη δική του φράση για το ελάφι το πετρωμένο.

Αυτός είναι ο δικός μας Λιαντίνης. Κι αυτόν τον Ταΰγετό του περπατούμε. Από απόσκιο σε απόσκιο... Και από το άγιο πρωτότυπο. Όχι από αποσπάσματα στο διαδίκτυο.

Τον ίδιο δρόμο, το δύσκολο, καλούμε και όποιον άλλο θέλει να προσεγγίσει το έργο του, να ακολουθήσει. Απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού... Πώς αλλιώς;

Γι' αυτό και επιμένουμε φορτικά να δίνουμε παραπομπή συνεχώς στα βιβλία του. Και για τον ίδιο λόγο προσθέτουμε σε τόσα σημεία συνδέσμους (links) στις αναρτήσεις μας. Για να αποφεύγεται η αποσπασματική προσέγγιση. Που μόνο παρερμηνείες προκαλεί σε έναν τόσο σιβυλλικό συγγραφέα όπως ο Δημήτρης Λιαντίνης.

Και είναι τα κείμενα μεγάλα. Ξέρουμε, δεν είναι για τους πολλούς. Ποιος σας είπε όμως ότι γράφουμε για τους πολλούς;

Μόνο για τους λίγους που έχουν γνώση, θέληση και αρετή. Για τους αμίαντους. Ποτέ για τους αμύητους.

Στο κάτω κάτω ο Λιαντίνης δεν είναι θρησκεία. Ούτε κι εμείς οι απόστολοί του επί γης.

Αφήνουμε αυτό το ρόλο σε άλλους. Που στα λόγια παριστάνουν τους πολέμιους των θρησκειών και στην πράξη τι; Έχουν βγει στο σεργιάνι για να μυήσουν τους αμύητους λέει! Κάνουν κάτι διαφορετικό οι εκπρόσωποι των θρησκειών, κάθε τόπου και κάθε εποχής;

Λιαντίνης: Ένα δύο φορές το χρόνο ανεβαίνω στην Ακρόπολη να ξεναγήσω τους μαθητές μου...



1995. Ηρώδειο

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ

ΟΔΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ

Αλλ’ ή πρόσθε θανείν
Ή έπειτα γενέσθαι

Ένα δύο φορές το χρόνο ανεβαίνω στην Ακρόπολη να ξεναγήσω τους μαθητές μου. Όλοι τους είναι φύραμα γόνιμο. Φοιτητές του Αθήνησι, δάσκαλοι μετεκπαιδευόμενοι στο Μαράσλειο και μάχιμοι εκπαιδευτικοί των ΠΕΚ, φυσικοί, μαθηματικοί, βιολόγοι, χημικοί, φιλόλογοι.

Καθώς ανηφορίζουμε Κυριακή πρωί στο Ιερό, είμαστε η Συνοδεία του Διονύσου, που λέει ο ποιητής. Το μεσημέρι πίνουμε το καφεδάκι μας στο Λουμπαρδιάρη και καπνίζουμε και ένα «θανατερό».

Η περιήγηση μας επάνω στο Βράχο δε μοιάζει τόσο σπουδή αρχαιολογική. Περισσότερο είναι μια περιδιάβαση στοχασμού και άσκηση οδύνης. Γίνεται μια πορεία από το ανθρακικό ασβέστιο στο θειϊκό ασβέστιο με όχημα την όξινη βροχή. Καταπώς ορίζει πια η αρειμάνια τεχνολογία μας.

Η ορειβασία αρχίζει από τα μαύρα ρούχα και τα δάκρυα του Ηρώδη του Αττικού για τον πρόωρο χαμό της τρυφερής Ρήγιλλας και το Ωδείο που της έκαμε δώρο.

Προχωρούμε στο μάτι της Ακρόπολης με την ενοχλητική του τσίμπλα, το βάθρο δηλαδή του στρατηγού Αγρίππα που κάποτε ήταν για τους τοτεσινούς έλληνες ό,τι είναι για τους σημερινούς το άγαλμα Τρούμαν μπροστά στο Ωδείο Αθηνών.

Μιλάμε γα τους κίονες του Παρθενώνα και των Προπυλαίων, καθώς και για τις Καρυάτιδες, στην προσπάθεια να φανερωθεί ότι η Ακρόπολη είναι εργολαβία ιωνική, σύλληψη όμως και καταλαμπή δωριέων.

Φιλοσοφούμε ύστερα πάνω στον αισθητικό λόγο της «κλασικής ευθείας» σε αντίθεση προς τις βυζαντινές «κυρτή και κοίλη» και φιλοκαλούμε με τις γεωμετρικές καμπύλες των παραλλήλων που μελέτησε ο μαθηματικός Καραθεοδωρής.Λέμε και άλλα πολλά ή λίγα, η σημασία τους κρέμεται από τον τρόπο όπου θέλει τινας να τα θεωρήσει, καθώς έλεγε ο Σολωμός για τις μάχες του Βοναπάρτη. Έτσι παρατηρούμε λ.χ. τη Λαπιθίδα και τον τορνευτό μηρό της που ταράζει το αίμα του Κενταύρου και τελειώνουμε στο ναό του Μοσχοφόρου και την Κόρη του Ευθυδίκου που την είδε κάποτε ο Ελύτης να κλαίει.

Είναι σεμνή η πομπή μας. Μόνο που σε μια στιγμή, ωσάν φθάνουμε κάτου από τη γαλανή σημαία μας, αρχίζω να τινάζω κατά τη θάλασσα και τα όρη της Αττικής τις βεγγαλικές βλαστήμιες μου. Γιατί εκεί είναι που διαβάζουμε την επιγραφή για το Σάντα και το Γλέζο στην τοιχισμένη πλάκετα.

Λέω τοιχισμένη για να θυμίσω εκείνον τον τουρκόπαπα, τον καταδότη με τους μουτακερέδες, που τον έπιασε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και τον έχτισε ζωντανό στον τοίχο μαζί με τις άλλες πέτρες και τον ασβέστη.

Και βέβαια τίμιε αναγνώστη, που ο Σάντας και ο Γλέζος είναι ήρωες. Γιατί κατέβασαν και ταπείνωσαν τη σημαία των ναζί. Πράξη που δεν είναι μόνο παλικαριά, αλλά κλείνει μέσα της φαντασία ποίησης και υποβολή συμβόλου. Οι Σάντας και Γλέζος αξίζουν να δοξάζονται στα εστεμμένα ηρώα της μνήμης του έθνους.

Έλα όμως σε φόβο ανθρώπου και γνώση θεού και ειπέ μου: τι λογής προβατοκέφαλοι Υβριστές ήσαν εκείνοι που είχαν την ιδέα να πάνε να κρεμάσουν ετούτη την πλακέτα στην Ακρόπολη; Όσο η ίδια η πράξη από τους δράστες υπήρξε στιβαρή, τόσο ο επικαταλογισμός της από τους θαυμαστές στέκεται χυδαίος και λοιδωρία τόπου.

Ακρόπολη είναι αυτή, ελληνάδες μου! Δεν είναι το Ηραίον τείχος, ούτε η Αγορά των αργείων, ούτε το θέατρο της Περγάμου. Εδώ έρχονται ολοχρονίς και ασταμάτητα σκύθες και βουσμάνοι, ιάπωνες και γροιλανδοί, ν’ ανεβούνε και να γονατίσουν. Ωσάν το Ρενάν και την προσευχή του.

Η Ακρόπολη είναι το πνευματικό Κορακαρούμ και το Έβερεστ του Πλανήτη μας. Όσοι έχουν αίσθηση και συναίσθηση και εναίσθηση του τι σημαίνει ν’ ανεβείς εδώ, αυτοί γνωρίζουν πως χρειάζεται να σπαταλήσουν τόση δύναμη ύπαρξης, όσο αντοχή οργανισμού σπατάλησαν οι μετρημένοι ορειβάτες που ανέβηκαν στο Έβερεστ και στο Κορακαρούμ.

Γιατί εδώ, μέσα στη λευκή πέτρα έπηξε η μουσική του κόσμου. Εδώ η γνώση, το μέτρο, η τάξη και ο αγώνας του ανθρώπου ελάβανε το χρίσμα εκείνων των νόμων που υψώνουν τη φύση σε κόσμημα και κόσμο.

Στην Ακρόπολη για μία μόνο φορά ο άνθρωπος και η πράξη του έσωσαν να πηδήξουν από το είδωλο στο παράδειγμα, από το παράδειγμα στο αρχέτυπο, και από το αρχέτυπο στο φυτούργημα. Στο αχνάρι ετούτο τυπώθηκε η σταθερή και ανώλεθρη οδηγία ζωής για όλες τις ερχόμενες φυλές και κάθε μελλοντικό πολιτισμό.

Και από την άλλη μεριά δεν είναι μόνοι οι Σάντας και Γλέζος που ευδοκίμησαν απάνου στην Ακρόπολη. Είναι και άλλοι ήρωες και μάλιστα πολύ ηρωότεροι, εάν η ανδρεία έχει αναβαθμούς.

Εδώ, στον ξύλινο Κουλέ, εκρεουργήθηκε ο πρώτος αθλητής Οδυσσέας Ανδρούτσος. Έπεσε όρθιος ο κακοήθης αλλά μεγαλόψυχος Γκούρας. Και καταπλακώθηκε μέσα στο Ερεχθείο η νεαρή του χήρα. Εκείνη η ασημόβεργα, η φιλντισοκοκαλένια που τη φώναζαν Νταλιάνα.

Εδώ, στις Κάμαρες του Σερπετζέ, ο τίμιος και πικρός Μακρυγιάννης έλαβε τις λαβωματιές του, που όσο έζησε ύστερα τις έφερνε και τις φορούσε στο "σκουληκιασμένο" του σώμα.

Είναι άνδρες επιφανείς, που δεν έδρασαν απλά στην Ακρόπολη, αλλά έπεσαν κιόλας. Και δεν βρέθηκε κανείς ούτε φρόνιμος ούτε παράφρονας να προτείνει να τους χαράξουν γράμματα και επιγραφή πάνω σε τούτο το σεμνό θέμελο του κόσμου.

Στείλτε τον ταχυδρόμο να φωνάξουν τον υπουργό του πολιτισμού και κάθε άλλο τίμιο και πάσχοντα έλληνα και άνθρωπο, για να αφαιρέσουν από το πρόσωπο του Βράχου την επιγραφή αυτή, που στέκεται παράταιρη και περιττή και υπέρογκη.

Είναι ηλιακή κηλίδα, που λένε οι ηλιολόγοι και κρίκος από μπακίρι στο λαιμό της Ελένης...

_________________

Αναδημοσίευση από το φόρουμ HOMA EDUCANDUS (17/12/2008 ) και από ανάρτηση του μέλους ΦΩΤΕΙΝΗ.

Η φωτογραφία του Λιαντίνη στο Ηρώδειο είναι προσφορά της κ. Νικολίτσας Λιαντίνη προς το ιστολόγιο ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ.



Δείγμα μικρό από τις ξεναγήσεις του Λιαντίνη στην Ακρόπολη:

Με το Λιαντίνη στην οδό Ακροπόλεως



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ:

ΟΔΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ


"Τα Προπύλαια του Μνησικλή οδηγούν στην Ακρόπολη. Και η Ακρόπολη είναι το όριο της ανθρώπινης φύσης που για μια στιγμή κατορθώθηκε από τον άνθρωπο και στις τρεις διαστάσεις του. Στην αλήθεια, στην εμορφιά, και στην αρετή.

Τι βλέπει κανείς σήμερα, όταν στέκεται μπροστά στην Ακρόπολη; Τι ακούει και τι διαλογίζεται; Ω! Εδώ η χαρά και η χάρη είναι απλή, όσο ο άνεμος στους λόφους, και η χλωροφύλλη στα φυτά.

Καβαλαρέοι και ίπποι ανεβάζουν τις ριπές των χιτώνων ψηλά. Ως τα φτερουγητά του φωτός, και τα κύματα των ορέων.

Ξανθός ο παλμός των σωμάτων και ίουλος, παιζογελά στον αγέρα και φρίσσει. Εδώ παίζουν οι ήχοι του πλαγίαυλου και της λύρας σε ρυθμούς στερεούς. Και στήνουν χορό οι λευκές πέτρες.

Κόρες μικρές κομίζουν στον ώμο υδρίες από φως. Λυγίζουν τα χέρια τους να δεηθούν στη θέα, και σκορπίζουν στους κήπους με τις μυρτιές αγκαλιές τα περιστέρια.

Στα Ηλύσια Πεδία αλυγαριές και νάρκισσοι και ασφόδελοι και δαφνώνες γιορτάζουν τους πρώιμους νεκρούς.

Αλάργα, στα πέλαγα και στους λειμώνες, λάμνει ο Ιάλεμος και η Σαλαμίνα. Λένε τα φύλλα της ελιάς, και λένε τα φιλιά της Ελένης. Και ο ήλιος στα διάσελα υλοκτόνος και υλοκράτης ελαύνει. Με έλυτρα ελληνικά. Λαμπρή.

Συνδύο συντρείς οι γέροντες ραβδοφόροι ανεβαίνουν τα μάρμαρα της γιορτής. Και δίπλα τους βαδίζουν ίσκιοι ασημένιοι, ο άρτος των πουλιών, και οι λευκές λήκυθοι. Ο κάθε ένας κρατεί ημερωμένο στα χέρια του κι από ένα δικό του, το αγρίμι του θανάτου.

Πολεμικές τριήρεις ανοίγουν τα πανιά τους πέπλα. Και αρμενίζουν στο στερέωμα με τους άλλους ναυτικούς πλόες. Με την Τρόπιδα, το Ιστίο, την Πρύμνη, την Αργώ.

Στον ιερό δρόμο για τη Δήλο αναπλέει η σωφροσύνη ασύλητη. Κυανοφύκη αναμεριάζουν στις όχθες των νερών. Και υάκινθοι και στεφανιαία τα σέλινα.

Άλογα και κύματα και ζέφυροι και χελιδρονιές υπογράφουν και φρουρούν την εκεχειρία της Λύπης."


__________________

Το κείμενο μας το πρόσφερε το μέλος ΦΩΤΕΙΝΗ στο φόρουμ HOMA EDUCANDUS (12/3/2009) απ' όπου και το αναδημοσιεύουμε.

Οι φωτογραφίες δικές μας. Από το προσκύνημα στον ιερό βράχο το περασμένο φθινόπωρο, παραμονές της γιορτής του Δασκάλου... Από κει και το απόσπασμα εκ της Γκέμμας, αφιερωμένο εξαιρετικά σε όσους κατάντησαν όπως κατάντησαν σήμερα την πατρίδα μας και ξαφνικά τους κατέβηκε λέει η ιδέα να ζητήσουν ποσοστά από τα μουσεία που φιλοξενούν ελληνικές αρχαιότητες. Αχ, κούνια που τους κούναγε... Τους ελληνοεβραίους. Που θέλουνε λέει να ξελασπώσουν τις λαμογιές του σήμερα ξεπουλώντας την αρχαία δόξα...

Ο ΕΛΛΗΝΟΕΛΛΗΝΑΣ

Τόξων εμών άτερ
Τροία δεν πέφτει.

Εχάσαμε τότε στεριές μεγάλες και θάλασσες πλατιές που για τριάντα αιώνες ήσαν ατόφυα Ελλάδα. Σήμερα τις κοιτάμε από μακρυά, όπως εκοίταγε ο Θοδωράκης Κολοκοτρώνης από τη Ζάκυνθο το Μοριά, και έκλεγε.

Και με το κυάλι αγνάντευε, και με το κυάλι βλεπει ,
βλέπει τη θάλασσα πλατιά και τη στεριά μεγάλη.
Τον πήρε το παράπονο.

Τις κοιτάμε με βαριά την οδύνη ότι τις χάσαμε και με ελάχιστη την ελπίδα ότι θα τις ξαναπάρουμε. Κι αφήστε την κυρά – Δέσποινα να πολυδακρύζει.

Και ο Ατατούρκ, που έδιωξε το φερετζέ από τις τούρκισσες και έφερε το λατινικό αλφάβητο στα τουρκόπουλα, έκαμε και κάτι άλλο. Εδασκάλεψε τους δασκάλους και τους ξεναγούς να λένε στη Φραγκιά, που τουριστολογάει στη Μίλητο και στις Κλαζομενές, ότι δεν ήταν Όμηρος εκείνος ο τυφλός τραγουδιστής αλλά Ομέρ. Όπως λέμε Ομέρ Βρυώνης, πασάς του Ζητουνιού, που παττάλεψε τον Αθανάση Διάκο στο ποτάμι της Αλαμάνας.

Και τι να ειπείς για το χαμπέρι; Που έρχεται το πρωί και το δείλι πίνουμε το ουζάκι μας στο Κατακάλι και στην Πειραϊκή Ακτή. «Ω σύντροφε, πως πέσαμε στο λαγούμι του φόβου»;
Όλα καλά και περίκαλα τά ’χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας, και τούς «αρχαίους ημών πρόγονοι».

Μόνο που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα κριάρια.

Κι από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και τουρτουφίζουμε για «τσι γεναίοι πρόγονοι» σαν τι; Όπως εκείνος ο τράγος του Σικελιανού, που εσήκωνε το απανωχείλι του, εβέλαζε μαρκαλιστικά, και οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη θάλασσα της Κινέττας.
Αλλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κετεμαράνθη.

Όταν είσαι μέσα στό μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο νά ’χεις εικόνα για τα γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν έχουμε εικόνα για τη σημερινή Ελλάδα.

Αρχές του 1993 έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι από έλλληνες καλλιτέχνες για την ασβολερή Κύπρο. Εκείνο το θαλασσο-φίλητο νησί.

Εκεί, ένας δημοσιογράφος ερώτησε τρεις τέσσερες έγκριτους έλληνες που ζουν μόνιμα στη Γαλλία μια ερώτηση καίρια.

Για ειπέτε μου, τους είπε, εσείς που όντας μακρυά από την Ελλάδα βλέπετε με άλλο μάτι, το αληθινό του νοσταλγού και του πάσχοντα. Με το μάτι του Οδυσσέα. Τι γνώμη έχει το παγκόσμιο κοινό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Τη βλέπει τάχατες και τη νομίζει όπως εμείς εκεί κάτου στο Κακοσάλεσι και στην Αθήνα;

Η απόκριση που μου δώσανε και οι τέσσερες ξαναζωντάνεψε, τίμιε αναγνώστη, τις σπαθιές που δίνανε οι ντελήδες του Κιουταχή στη μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός Καραϊσκάκης.

-Ποια Ελλάδα, μακάριε άνθρωπε, του είπανε. Μιλάς για ίσκιους στη συννεφιά. Και για σύννεφα στην αιθρία. Για τον έξω κόσμο Ελλάδα δεν υπάρχει. Κανείς δε την ξέρει, κανείς δεν τη μελετάει, κανείς δεν τη συλλογάται. Δεν άκουσες το παλιό μοιρολόι;

Κλάψε με, μάνα, κλάψε με,
Και πεθαμένο γράψε με.

Άκουσε λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Αν στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο η κανένα παρακαλετό, το συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και στα μπιλιάρδα.

Αυτή είναι η εικόνα που έχουν οι ξένοι για την Ελλάδα. Κι ο σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Έτσι δεν είπε ο πασάς της Σκόντρας, όταν ακούστηκε ότι οι ραγιάδες σηκωθήκανε στο Μοριά; Τώρα γυρίστηκε η τάξη. Σουλτάνος είναι ο έλληνας πολιτικός.

Λάβε την σύγχρονη Ελλάδα σαν ποσότητα και σαν ποιότητα, για να μιλήσουμε με «κατηγορίες». Κι έλα να μας περιγράψεις τι βλέπεις.

Σαν ποσότητα πρώτα. Αν αντικρύσουμε τον πληθυσμό της γης σε κλίμακα μικρογραφική ένα προς πέντε εκατομμύρια, 1:5Χ106, θα βρούμε πως ο πληθυσμός του πλανήτη μας είναι ένα χωριό από χίλιους κατοίκους. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους χίλιους οι έλληνες είμαστε δύο άνθρωποι, που τρεκλοπατάμε και αρκουδίζουμε μέσα στο πλήθος. Ζαλισμένοι και φουκαράδες ξετρέχουνε να συναντηθούν μεταξύ τους. Αν τα καταφέρουν να μη σκυλοφαγωθούν, ζητούν να συνεννοηθούν με τους άλλους. Σε μια γλώσσα που δε μιλιέται, λίγο πρικοιούλι, χρώμα τέτζερη αγάνωτου, ζουνάρι, βέλεσι, φούντα, κι αμάν αμάν. Σερβιτόροι και αγωγιάτες όλοι μας. Και κακοί σαράφηδες του μάρμαρου, του ήλιου, και της θάλασσας.

Σαν ποιότητα ύστερα. Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μιά ιστορία που ο ίδιος τη νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πως και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά στο μεγαλείο της.

Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί τη νέα δεν την έχουν ακούσει, και βάλουν απέναντί της εμάς τους νεοέλληνες, φέρουν στο μυαλό τους άλλες παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά’ χουν συλλογιούνται ετούτοι οι φελάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους.

Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι στους σημερινούς έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διαφόρων Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάκτυλο.

Και βέβαια. Πως μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μεγάς γλωσσολόγος Γ. Χατζιδάκις έλεγε αυτά που μας έλεγε, - ορθά- κι από την άλλη έβριζε το Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά.

Σχέση με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι εγγλέζοι και οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους εξηγήσαμε.

Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκολογιά και αράπηδες. Ειμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες και τους τρούλους πάνω από τα σπίτια των χωριών μας, με ακτινογραφίες σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στούς τοίχους των εκκλησιών.

Οι ευρωπαίοι βλέπουν τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στή Βουλή να μπει το «ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων, και κοιτάζουν ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και τους Αγιατολάχους.

Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς . «Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος». Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης.

Θέλεις νά `χεις πιστή εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β΄ της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράκτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο.

Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα για να μετρήσεις τη διαφορά.

Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτικές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φρέρνες.

Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Άργους και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου.

Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα..

Όλα ετούτα, για να συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα παραβάλεις. Και στήσε το φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα αποτιμά. Με το δίκιο του θα `χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα.

Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την κρίση τους:

-Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια μάρμαρα. Ποιοι μωρέ; Οι χριστιανοχομεΐνηδες...




ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΚΑΙ Η ΔΥΣΚΟΛΙΑ ΤΟΥ



Ο τίτλος της ανάρτησης είναι "κλεμμένος" από τα ΕΛΛΗΝΙΚΑ του Δημήτρη Λιαντίνη. Εκεί θα τον βρείτε, ως τίτλο κεφαλαίου. Σελίδα 45. Και από το κεφάλαιο αυτό παραθέτουμε ένα απόσπασμα - ευαγγέλιο για όποιον μελετά Λιαντίνη:

"Δεύτερος όρος είναι η τακτική αναστροφή. Οφείλουμε όχι μόνο να διαβάζουμε τα κείμενα, αλλά να τα διαβάζουμε και σωστά. Δεν κατανοείται ένα λογοτέχνημα ποιότητας με μία μόνο ανάγνωση. Και αν κατανοείται δεν βιώνεται. Δεν αποκαλύπτεται, δηλαδή, η δύναμη και η φεγγοβολή του. Ο ευεργετικός λόγος που κρύβει, και που φυλάει του αναγνώστη.

Από αυτό το γνώρισμα της ποίησης πηγάζει η ανάγκη που μας σπρώχνει στα κείμενα αξίας.

Ύστερα ο τρόπος για να πλησιάσουμε την ποίηση δεν είναι λογοκρατικός. Εάν ειπώ, διαβάζω κάτι για να το εννοήσω, για να το εξηγήσω λογικά, για να του κάνω ανάλυση, ή για να βρω τα ωφέλιμα και τα ευάρεστα στοιχεία του δια μιας, έχω ειπεί κουβέντα ανθρώπου μισοπάλαβου.

Το ποίημα είτε μας μιλάει, είτε δε μας μιλάει, λέει ο Σεφέρης. Μπορεί να το διαβάσεις είκοσι φορές μέσα σε είκοσι μήνες ή σε πέντε χρόνια, και να μην σου ειπεί τίποτα. Και ξαφνικά εκεί που περπατάς στο ακροθαλάσσι για να πάρεις τον αέρα σου, ένας στίχος του χτυπάει ανεπάντεχα την ύπαρξή σου, όπως το ατλάζι του πελάγου σου χτυπάει τα μάτια, και σε φωτίζει ολόκληρο. Την ίδια ακριβώς στιγμή που φωτίζεται και το ποίημα μέσα σου.

Τότε σε πλημμυρίζει η κατάφαση. Αυτό που διαφορετικά το λέμε αισθητική συγκίνηση. Πίσω από το ποίημα νιώθεις την εμορφιά και τη μαγεία. Όπως ακριβώς πίσω από το πέσιμο του μήλου ο Νεύτων ένιωσε τη γήινη έλξη, και από την έκσταση που δοκίμασε υψώθηκε απότομα στην ουράνια μηχανική.

Ο Ελύτης στα νιάτα του έδωκε ένα σουρρεαλιστικό ορισμό στην ποίηση. Η ποίηση, είπε, είναι συνουσία επ' άπειρον. Εάν αυτός ο ορισμός για το γνήσιο ποιητή έχει ισχύ καταλυτικά ακατάλυτη, ο ευαίσθητος αναγνώστης συμμετέχει σ' αυτή τη σφαγή από δεύτερο χέρι. Όσο, να ειπούμε, συμμετείχε ο Πολύδωρος και η Νένα στη φλόγα του Ερωτόκριτου και της Αρετής.

Το συμπέρασμα, με μια πρόταση, είναι πως για να αποκτήσεις οργανικό δεσμό με τη λογοτεχνία μας χρειάζεται συνεχής αναστροφή, που δε γίνεται υπό τύπον αγγαρείας, αλλά πάντα σαν αναψυχή και χαρούμενος κόπος."





Αγαπητέ και τίμιε αναγνώστη.

Δεν παρέθεσα τυχαία αυτό το απόσπασμα από το έργο του Λιαντίνη. Ήδη τόνισα πως πρόκειται για "ευαγγέλιο" εκείνων που μελετούν Λιαντίνη. Είτε τις σελίδες του, το λόγο του δηλαδή, είτε και τη ζωή του. Την πράξη. Εν αρχή ην η πράξις... Υπενθυμίζω. Από τα Ελληνικά και αυτό. Και από το ίδιο κεφάλαιο. Σελίδα 46:

"Αυτός ο μέσα στα σκοτεινά πάμφωτος ειρμός κατανόησης που οδηγεί στο ποίημα, το φέρνει τόσο κοντά στην πράξη, ώστε τα δύο σχεδόν γίνουνται ένα.

Έτσι λέει λόγο αληθινό, εκείνος που διατείνεται ότι ποίημα είναι ο θάνατος του μάντη Μεγιστία στις Θερμοπύλες, η συνωμοσία του Βρούτου στη Ρώμη, η στέψη του Παλαιολόγου στο Μυστρά, και η άρνηση του Πολυζωίδη να υπογράψει την καταδίκη στη δίκη του Αναπλιού.

Ο Γκαίτε καθισμένος στην πέτρα της υπομονής και της γνώσης φωτίστηκε να μεταφράσει το Εν αρχή ην ο Λόγος του τέταρτου Ευαγγελίου με το Εν αρχή ην η Πράξις.

Το όνομα ποίημα παράγεται από το ρήμα ποιείν που σημαίνει πράττειν."


Κατάλαβες, καλέ μου αναγνώστη; Εσύ που νοιάζεσαι να μελετήσεις Λιαντίνη;

Εκτός και δε γνωρίζεις πως ο Λιαντίνης είναι ποιητής. Τότε να σου θυμίσω από τη Γκέμμα (σελίδα 203) τους ακόλουθους στίχους του:

Την Τυνδαρίδα Ελένη
την είδα την ευώλενη,
από τη Σπάρτη στο Μυστρά
και στου καιρού τα σείστρα.

Κι ηύρα τον κόσμο σκήτη
και μ' ηύρε ο κόσμος ποιητή.

Λέω πως δε γελάστηκες, δεν παρασύρθηκες να νομίσεις πως λέγω το Λιαντίνη ποιητή γιατί έγραψε και στίχους. Για τους δυο τελευταίους στίχους σου μιλώ. Τους ίδιους που συναντάμε και στις ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ (σελίδα 27 ) αλλά με έναν τάφο στη θέση του κόσμου:

Κι ηύρα τον κόσμο σκήτη
και μ' ηύρε ο τάφος ποιητή.

Οι ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ, να το πούμε και αυτό, μπορεί να εκδόθηκαν μετά τη Γκέμμα, μα έχουν γραφτεί πολλά χρόνια πριν από το κύκνειο άσμα του Λιαντίνη. Προηγείται λοιπόν ο τάφος και έπεται ο κόσμος. Παραμένει όμως η σκήτη του κόσμου. Η ερημία του ποιητή.

Εκείνος λοιπόν στη σκήτη του κι εμείς με τις απορίες... Να αναζητούμε χρόνους και χρόνους την απάντηση στο αίνιγμα. Κάποιοι θαρρέψαν πως τη βρήκαν την ίδια κιόλας μέρα που εκείνος εξαφανίστηκε. Βρέθηκαν, βλέπεις, κάποιοι να πούνε πως τους αποκάλυψε τι επρόκειτο να κάνει...

Να με συμπαθάτε. Τι λογής αίνιγμα θα ήταν αυτό αν ο ίδιος ο Λιαντίνης έπιανε από πριν και αποκάλυπτε τη λύση του; Και τι θα ήταν και ο Λιαντίνης... Απλά κάποιος που θέλησε να τραβήξει πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας εξαφανίζοντας το νεκρό του σώμα επί εφτά χρόνια; Κι έπειτα ντρινννννν, χτύπησε το τηλέφωνο στην Κηφισιά και βρέθηκε ο νεκρός!!!

Αστεία πράγματα. Και μυθεύματα μόνο για αφελείς. Και άσχετους με τη φιλοσοφία του Λιαντίνη. Όλους εκείνους δηλαδή που δεν έχουν εννοήσει πως ο Δημήτρης Λιαντίνης είναι ποιητής και μάλιστα γνήσιος, αληθινός...

Καλοί μου φίλοι. Όταν μελετάτε Λιαντίνη να έχετε πάντα κατά νου εκείνο που χαρακτήρισα ευαγγέλιο. Να τον μελετάτε ξανά και ξανά και με απέραντη υπομονή. Κι όχι για τη λογική εξήγηση. Ούτε για την ανάλυση. Μισοπάλαβο θα σας έλεγε ο Λιαντίνης αν κάτι τέτοιο κάνατε. Αν μάλιστα τέτοιες λογικές εξηγήσεις και αναλύσεις τις δημοσιεύατε κιόλας, θα αφαιρούσε τελείως το πρώτο συνθετικό.

Να διαβάζουμε λοιπόν Λιαντίνη. Αλλά να τον διαβάζουμε σωστά.

Τηρώντας επακριβώς και όλα τα άλλα που αναφέρει στο κεφάλαιο των Ελληνικών για το ποίημα και τη δυσκολία του. Με ιδιαίτερη υπογράμμιση σε τούτο:

"Το ποίημα δεν είναι πτώμα να το δουλέψουμε

στο ανατομικό τραπέζι με το ψαλίδι και τις τσιμπίδες."

Ο ποιητής; Είναι; Είναι πτώμα και σκελετός; Όπως κατ' επανάληψη αντιμετωπίστηκε ο Λιαντίνης; Ακόμη και πολύ πρόσφατα... έγραψα ήδη την πικρία μου στο φόρουμ HOMA EDUCANDUS... για εκείνους που επιμένουν να αναζητούν στο διαδίκτυο φωτογραφίες του σκελετού του Λιαντίνη.

Κι αν εδώ προβάλεις την αντίρρηση, πως άλλο ποίημα και άλλο ο ποιητής, τότε απλά θα σου αντιγυρίσω πως ιδέα δεν έχεις από Λιαντίνη. Αλλιώς θα γνώριζες την περίφημη φράση του από το Χάσμα Σεισμού. Και τη σελίδα 24:

Το αληθινώτερο ποίημα στο γνήσιο ποιητή είναι η ίδια η ζωή του.

Και τι πόνος φρικτός, εσύ που καταλαβαίνεις από Λιαντίνη, έστω και τόσο δα... να βλέπεις τη ζωή του να την ανεβάζουν στα ανατομικά τραπέζια. Να βλέπεις φωτογραφίες με σκελετούς. Ακόμη και αναλύσεις DNA... Ψέματα λέω; Έτσι ακριβώς δεν έγινε; Και ο ποιητής κατάντησε αρμάθα από κόκαλα και έλικες του γενετικού κώδικα...

Και έχουν το θράσος να λένε πως όλα αυτά τα έκαναν γιατί αγαπούσαν το Λιαντίνη!!! Όσο αγαπάει ο ανατόμος το πτώμα και ο τυμβωρύχος το νεκρό...

Γι' αυτό και λέμε πως αυτές οι τακτικές ακόμη και αν ξεκίνησαν από αφέλεια και όχι σκόπιμα, ζημίωσαν τη διάδοση του έργου του Λιαντίνη. Παρέσυραν ανθρώπους που με αγνή πρόθεση θέλησαν να γνωρίσουν τη φιλοσοφία του και τους έστρεψαν να αναζητούν τα κόκαλά του. Όχι το έργο του.

Πώς μου θυμίζουν όλα τούτα εκείνη την ωραία περιγραφή από το ΕΔΩ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ της Γκέμμας. (σελ. 160 ) Με τη γούρνα και το νερό και τα πέντε χρυσά νομίσματα. Που ο "ορεινός ναυβάτης" τα είδε και:

"Τι φρόνιμο που θα 'ταν, συλλογίστηκε, βρίσκοντας οι άνθρωποι το χρυσάφι μέσα στο νερό να λογαριάζανε πολυτιμότερο το δεύτερο και ευτελέστερο το πρώτο. Όμως ετούτοι θαμπώνουνται από το χρυσάφι, και αλησμονούν το νερό. Μέσα στο μυαλό τους έχουν αναποδογυρισμένη την τάξη. Γι' αυτό η ιστορία τους δεν τραβάει φυσικά. Όπως, λόγου χάρη, τραβάνε τα βουνά. Που κάθε άνοιξη βλέπουμε ν' ανθίζει σταθερά στις πλαγιές τους ο γαύρος και η οξυά. Έσκυψε, πήρε στο χέρι του ένα φλουρί και κοίταξε προσεχτικά το ωραίο κεφάλι που είχε χαράξει ο αρχαίος χαράκτης. Το καλολόγιαζε και το θωρούσε. Σα να διάβαζε τους στίχους του μακρυνού ποιητή:

Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω
μια χάρη αφήκε απ' τα ωραία του νιάτα,
απ' την ποιητική εμορφιά του ένα φως.

Άφηκε το νερό της στέρνας και τα φλουριά, και πιάστηκε ν' ανηφορίζει πάλι στα ψηλώματα."



Το χρυσάφι... και όσα αυτό συμβολίζει. Αυτό σκέφτονται πάντα οι άνθρωποι. Ποιος να λογαριάσει το νερό; Μόνο κάτι παράξενοι και αργόσχολοι. Που στέκουνται στις όχθες κι έπειτα γράφουν:

ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ

Κι άλλοι, όμοιοί τους που με τον άνεμο και τον ποταμό συντονίζουν τα βήματά τους. Κάτι ναυβάτες. Που ξέρουν σε τι κόσμο ζουν. Δεν τρέφουν αυταπάτες. Μα ακολουθούν την άλλη πορεία. Το φως... Και τα μονοπάτια για τα ψηλώματα.

Αυτά έγραφε ο Λιαντίνης κι αυτά σας βεβαιώ δίδασκε...

Μα οι άνθρωποι, βιαστικοί πάντα, και προσανατολισμένοι στο χρυσάφι - όχι στο νερό - δε νοιάστηκαν διόλου να τον μελετήσουν πρώτα σε βάθος και μετά να μιλήσουν για εκείνον.

"Είναι στοιχειωδώς φρόνιμο προκειμένου να κρίνει κανείς κάποιον όχι μόνο να μελετήσει και να ξαναμελετήσει τα κείμενα,

το άγιο Πρωτότυπο,

όπως θα ‘λεγε ο Γκαίτε, αλλά και να τα μελετήσει ολόκληρα. Αρχή και τέλος.

Όταν λοιπόν βγη αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς του όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμη ο καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά,

γράφει και ξαναγράφει ο αγράμματος Μακρυγιάννης."



Κι έτσι έγραψε και ξανάγραψε και ο Λιαντίνης. Από το Homo Educandus, σελ. 105, το απόσπασμα...

Ας καθίσει ο καθείς μποστά στον καθρέφτη του να αποκριθεί αν έτσι έπραξε. Αν ξεσκόλισε πρώτα όλο το έργο του Λιαντίνη... όχι μόνο τη φράση για το αληθινώτερο ποίημα του γνήσιου ποιητή, αλλά και την άλλη, από τα Ελληνικά (σελ. 84 ) που απαραίτητα τη συμπληρώνει:

«Είναι ασύλληπτη υπόθεση η βιογραφία του αληθινού ποιητή.»

Και ερωτώ. Είναι ή δεν είναι αληθινός ποιητής ο Λιαντίνης; Είναι τότε ή δεν είναι ασύλληπτη υπόθεση η βιογραφία του;

Το λανθάνειν, τίμιε αναγνώστη, έντιμα θα παραδεχθώ πως είναι ανθρώπινο. Και ο αναμάρτητος μόνο τον πρώτο λίθο ας σηκώσει. Εγώ όχι. Κι αν γράφω αυτά που γράφω είναι για ένα λόγο και μόνο. Να καταλάβουμε - ΟΛΟΙ - έστω και αργά, πως με τη βιογραφία του Λιαντίνη δεν ξοφλάς τόσο εύκολα.

Εμείς τουλάχιστον αυτό αποκομίσαμε ως πείρα και βίωμα και όχι μόνο ως στείρα διδαχή από το λόγο το δικό του. Και έτσι έχουμε σκοπό να βαδίσουμε. Όπως ακριβώς ζήτησε και ο ίδιος στην τελευταία του διδασκαλία. Με:

ΠΑΝΤΑ ΑΝΟΙΧΤΑ ΠΑΝΤΑ ΑΓΡΥΠΝΑ

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ

Και με τη βεβαιότητα πως θα τον διαβάζουμε και πάντα καινούριο θα τον βρίσκουμε. Όπως δηλώνει και η παράξενη φράση πάνω από τον πίνακα ονομάτων της Γκέμμας: "Η επιστροφή"...

Επιστροφή και αναστροφή. Γιατί τα ποιήματα των γνήσιων ποιητών δεν κατανοούνται με μία ανάγνωση. Ούτε και με δύο. Θα τα διαβάσεις εκατό φορές. Μέχρι και αν να φωτιστούν εντός σου...

Όσο για τη ζωή του γνήσιου ποιητή; Το αληθινώτερο των ποιημάτων του;

Άστο καλύτερα. Είναι υπόθεση ασύλληπτη!

_______________________________

ΥΓ Ακόμη και ένας Λιαντίνης δεν έγραψε βιογραφίες ποιητών... Και όμως τρία βιβλία του είναι για ποιητές.

Το ΕΞΥΠΝΟΝ ΕΝΥΠΝΙΟΝ για τις Ελεγείες του Ντουίνο του Ρίλκε,

το ΧΑΣΜΑ ΣΕΙΣΜΟΥ για το φιλοσοφικό Σολωμό

και Ο ΝΗΦΟΜΑΝΗΣ για την ποιητική του Σεφέρη.

Κι έχουμε υπόψη και το ανέκδοτο έργο του, το ΡΕΚΒΙΕΜ, για τον Καβάφη, που σημειωτέον έμεινε ημιτελές.

Βρίσκουμε σε αυτά και βιογραφικές πληροφορίες για τους ποιητές. Δεν ισχυρίζεται όμως ο συγγραφέας σε καμία περίπτωση πως το έργο του είναι βιογραφία ούτε παριστάνει το βιογράφο αυτών των ποιητών. Γιατί ο Λιαντίνης κατάφερε να κρατήσει τη ζωή του κατά το πλάγιασμα της βροχής. (Νηφομανής, σελ. 159 - 163) Και να ζήσει με μέτρο, τάξη και κλιτότητα. Έτσι βιογραφία ποιητή δεν εξέδωσε. Σημειώνοντας απολογητικά και επεξηγηματικά τη στάση του με τη φράση των Ελληνικών, πως είναι ασύλληπτη υπόθεση μια τέτοια βιογραφία...

ΟΙ ΝΙΑΚΑΡΕΣ

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ



AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ KΟΡΩΝΗΣ

Δεν ήτονε καλά σωστός κι από μακρά γρικούσι
σάλπιγγες με τσι νιάκαρες, βούκινα, και κτυπούσι. 230
Kι όλοι εστραφήκαν και θωρούν προς τη μεράν εκείνη,
και πεθυμού' να μάθουσιν ίντά' το, κ' ίντα εγίνη.

Kι ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
είς Kαβαλάρης, κ' ήρχετο την Tζόγια να κερδέσει,
σ' ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο, 235
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.

Ήτονε δίχως φορεσά, κ' εβγήκε από'να σπήλιο,
ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα' σαν τον Ήλιο.

Tούτο το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
με σγουραφιές τριώ' λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες. 240
Tο μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σα δάση,
το μπλάβο, πέτρες [χάλαβρο], που μπόρειε να γελάσει
η σγουραφιά κάθ' άνθρωπον οπού να μην κατέχει,
και να θαρρεί κι απαρθινά ο τόπος σπήλιον έχει.


Ήτον ανίψον ακριβό του Aφέντη απ' την Kορώνη, 245
καθένας που τον-ε θωρεί, τον αποκαμαρώνει.
Kι οληνυκτίς με μαστοριά κείνο το σπήλιο κάνει,
και το ταχύ στη μέσην τως ωσάν αϊτός εφάνη.

Δρακόμαχος εκράζετο, έτσ' ήτον τ' όνομά του,
σπίδες, λιοντάρια εσκότωσε με τη παλικαριά του. 250
H σγουραφιά τση κεφαλής δείχνει την όρεξί του,
πως χαίρεται στα βάσανα και θρέφει τη ζωήν του.

Eίχεν εκείνο το Πουλί που στη φωτιά σιμώνει,
καίγεται κι άθος γίνεται, και πάλιν ξανανιώνει.
Eλέγασιν τα γράμματα, σ' όποιον κι αν τα διαβάζει, 255
πως η φωτιά, που τον κεντά, δροσίζει, όχι να βράζει:

"Όσο σιμώνω στη φωτιά, και βράζει και κεντά με,
τόσο και ξανανιώνει με, γιατρεύγει και φελά με."




ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ

ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ


ΑΕΤΟΣ

Θα γενεί τρόπος να λυγίσει
η επιμονή του αλυσοδεμένου Νόστου.
Με το φως βιάζοντας τα λοξά περάσματα
Και με το φως υλοτομώντας
διάσελα και ντερβένια στα πετρωτά βουνά
της Θηροφόνης και της Ελαφηβόλου
Δεν θα ελαττωθούν τα έλατα.

Και μήτε που θ' αρνηθούν οι ήχοι να στέρξουν
τη σιωπή να λειτουργήσουν
με νιάκαρες πολεμικές και ταμπούρλα.
Έως ότου σταλάζοντας στάλα τη στάλα
στη Μονή Δοχειάριου
αθανατίσουν τα ύψη.

Και το Δύσκολο βολετό θα γενεί
καθώς το μειλίχιο ήθος των χρωμάτων
θα νικήσει τη μοχθηρία των λιθαριών.

Ένα θυμωμένο φαρί
αλωνίζει τους ορίζοντες
καθώς ο τιμωρός με την πληγή Αχιλλέας.
Με χρυσά τα πέταλα
και μαλαματένια καρφιά
που τα τροχίζει της αστραπής το ακόνι


Χίλια πράγματα μπορεί κανείς να πει ή να υποθέσει για τα δύο παραπάνω ποιήματα. Ένα δεν μπορεί να αρνηθεί. Την άμεση σχέση μεταξύ τους.

Και δεν μπορεί να αρνηθεί και κάτι ακόμη. Ας μην το ξεχνάμε και αυτό:

Πως ολόκληρη η γραπτή μαρτυρία του Λιαντίνη είναι απαραίτητο να μελετηθεί και σε βάθος αν θέλουμε κάποτε να τον κατανοήσουμε. Και ειδικά οι ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ. Που αποδεικνύονται χρυσωρυχείο αμύθητης αξίας.

π.χ. Λογικές που καλλιεργούν το δήθεν ενδιαφέρον για τη λογοκρισία ενός άρθρου του για τον Ελύτη και την ίδια ώρα λογοκρίνουν ολόκληρο βιβλίο του, και μιλάμε για τη μη αναφορά του βιβλίου ΟΙ ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ στον κατάλογο των άλλων έργων του, θέλουν μα δεν μπορούν να κρύψουν ότι δεν αποσκοπούν στη διάδοση της φιλοσοφίας του Λιαντίνη.

Και είναι τραγικό να ακούμε ανθρώπους να λένε πως γνώρισαν το Λιαντίνη από τις επιστολές που έγραφε στα είκοσι και αγνοούν την ίδια ώρα τον ποιητή Λιαντίνη. Ή που κάθονται και παρακολουθούν βίντεο και δεν πιάνουν να διαβάσουν τι έγραψε. Τι ευτελισμός αντιμετώπισης για ένα στοχαστή...

Κι έρχεται εκείνος με τη λέξη "νιάκαρες" να μας δείξει ακόμη μία φορά την αξία της μελέτης. Όχι μόνο του δικού του έργου αλλά και κάθε άλλου που ο χρόνος σεβάστηκε και το ανέδειξε σε ποίημα. Μία και μοναδική φορά αναφέρεται στους 10.000 στίχους του Ερωτόκριτου η λέξη αυτή. Κι όμως εκείνος και την πρόσεξε και την ανέσυρε από τη λήθη. Γιατί εκείνος τους ποιητές δεν τους άκουγε μόνο στα βίντεο... τους διάβαζε και τους ξαναδιάβαζε και μία και δύο και είκοσι φορές. Ως να φωτίσει μέσα του το ποίημα.

Και να γρικήσει το κρυφό του μήνυμα. Να το απο-κρυπτο-γραφή-σει. Κι έπειτα σταλάζοντας στάλα τη στάλα τους δικούς του στίχους - τους τροχισμένους με της αστραπής το ακόνι - να στοχεύσει στα ύψη. Να τα αθανατίσει...

Μα πώς μπορούν ένα τέτοιο έργο έτσι να το υποτιμούν;

Μια εξήγηση χωρά. Γιατί ιδέα δεν έχουν περί τίνος πρόκειται. Και ιδέα δεν έχουν γιατί αγνοούν τα μυστικά νάματα που το έθρεψαν. Κατά τα άλλα τους ένοιαξε που δε δημοσιεύτηκε ολόκληρο το άρθρο για τον Ελύτη... Λες και ο Λιαντίνης στάθηκε κύρια ένας κριτικός της ποίησης του ενός και του άλλου και δεν άφησε και ο ίδιος ποίηση.

Κι απορούν μετά που τους λέμε ότι τέτοια τακτική είναι μόνο για τα τελεβίζια και δη της απογευματινής ζώνης και για τα κουτσομπολίστικα περιοδικά...

__________________________

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΦΟΡΟΥΜ HOMA EDUCANDUS


Από κει και τα ακόλουθα:

[Λεξικό Κριαρά]

νιάκαρη η. — Βλ. και ανακαράς, νάκαρο. 1) (Στον πληθ.) τύμπανα ή κρόταλα: σάλπιγγες με τσι νιάκαρες (Ερωτόκρ. Β 230). 2) ?Είδος πνευστού, σάλπιγγα: Τη νιάκαρην επαίζαν και ταμπούκι (Λεηλ. Παροικ. 34). [βεν. gnacara· πβ. το ιταλ. gnacchera. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.] νάκαρο το· νιάκαρο. — Βλ. και ανακαράς, νιάκαρη. (Στον πληθ.) μεταλλικά τύμπανα καλυμμένα με δέρμα, που παίζονταν, συν. δύο μαζί, από στρατιωτικούς μουσικούς (συν. προκ. για μικρή μπάντα από κρουστά και πνευστά που συνόδευε στρατιωτικές επιχειρήσεις): (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28524)· Ταμπόκια να κτυπούσινε, νιάκαρα να λαλούσι, τους Τούρκους ν’ αναγκάζουνε απάνω ν’ ανεβούσι (αυτ. 16623). [παλαιότ. ιταλ. naccaro· ο τ. βεν. gnacara. Η λ. και ο τ. σήμ. ιδιωμ.] ανακαράς ο· νακαράς. (Συν. στον πληθ.) είδος τυμπάνου που παιζόταν από στρατιωτικούς μουσικούς, συν. έφιππους (σε στρατιωτικές επιχειρήσεις): όργανα του πολέμου, τρουμπέτες …, τύμπαν’, ανακαράδες (Διήγ. Bελ. χ 272)· Ολονυκτίς ακούγανε πίφερες, νακαράδες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15617). [αραβ. nakkāra ή μεσν. λατ. nacara - παλαιότ. ιταλ. naccara. Πβ. λ. ανάκαρον το 14. αι. (LBG) και ανάκαρα τα στο Meursius· βλ. και νάκαρο. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.] ΠΗΓΗ http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html

ΜΕΙΖΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΥ ΦΥΤΡΑΚΗ

νάκαρα [ρ. ανακαρώνω < ανά αρχ. ρ. καρώ (= βυθίζω σε ύπνο)] (τα) ουσ. 1. η σωματική δύναμη ψυχική αντοχή, διάθεση. 2. [αραβ. λ.] διπλά τύμπανα των Βυζαντινών που τα έπαιζαν οι καβαλάρηδες στις στρατιωτικές και άλλες παρελάσεις (γεν.) μουσικά όργανα: και βούκινα και νάκαρα ξεσπάνε και φρενιάζουν ανάκαρα [μσν. ανάκαρα < ανακαρώνω < πρόθ. ανά αρχ. καρώ (= βυθίζω σε βαθύ ύπνο)] (τα) ουσ. σωματική δύναμη, αντοχή: ούτε δεν είχε ανάκαρα κρυφά ν' αναστενάζει (Α. Βαλαωρίτης) νάκαρα (βλ. λ.) κακαρώνω [καρώνω αρχ. καρώ κάρος (= αναισθησία, νάρκη)] ρ. (κακάρωσα) πεθαίνω· (εύχρ. ιδ. στη φρ.) τα κακάρωσε κακάρωμα (το) ουσ. θάνατος

Ο Λιαντίνης για την καύση των νεκρών


"Αισθητικό αίτημα η καύση των νεκρών" επιγράφεται άρθρο του Δημήτρη Λιαντίνη στην εφημερίδα "Ελευθεροτυπία" με ημερομηνία 22/12/89. Αξίζει να το διαβάσουμε χωρίς περιττά σχόλια κατευθείαν από το πρωτότυπο που η κ. Νικολίτσα Γεωργοπούλου - Λιαντίνη είχε την καλοσύνη να μας στείλει:






Κάντε κλικ στο φόρουμ HOMA EDUCANDUS για να διαβάσετε σε μεγαλύτερη προβολή το άρθρο.



____________________________________

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Ο ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ Μια σημαντική επιστολή του Λιαντίνη στην οποία αναφέρει στη σύζυγό του πως θα τον κάψει σε 17 χρόνια. Η επιστολή γράφτηκε στα 1997...

ΤΟ ΠΥΡ ΤΟΥ ΛΙΑΝΤΙΝΗ

ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ Το τελευταίο γράμμα στην κόρη του, στο οποίο επίσης αναφέρει την επιθυμία να τον κάψουν...

ΟΔΟΣ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ Απόσπασμα από ανέκδοτο έργο του Λιαντίνη όπου παρουσιάζει με τα πιο μελανά χρώματα το θάνατο που πεθαίνει εκείνος που βρέθηκε πλακωμένος χωρίς να μπορεί να κουνήσει και αναφέρει επί λέξει:

"Εντιμα και σιγανά: Χίλιες και μύριες ζωές να πληρώνουνται, για να μη ζήσει κανείς τη φρίκη του κλειστού θανάτου."

Καθαρό τον είχε το Χριστούλη μέσα του

Ολοκάθαρο... έτσι τον είχε το Χριστούλη μέσα του ο Δημήτρης Λιαντίνης. Έτσι έλεγε...

Μια φράση περίεργη και άλλο τόσο σημαντική αφού προέρχεται από τον ίδιο άνθρωπο που έγραψε:

Η έρευνα του ανθρώπου για το θεό είναι κεφάλαιο και ιδιοχτησία της φιλοσοφίας και της επιστήμης, και όχι της θρησκείας. (ΓΚΕΜΜΑ, 9)

Ο ίδιος όμως έγραψε και:

«Αχ! κυρ Αλέξανδρε. Φαρμάκι το κρασάκι σου. Ίδιο εκείνο το ξίδι που δοκίμασες, πρωί και εκδρομή, στο ταβερνάκι του Κοκκιναρά. Κι απέ, σηκώθηκες, αμίλητος, έφυγες και άφηκες σύξυλους τους καλεστάδες σου. Καθώς ξεμάκραινες, καβάλα στο γαϊδουράκι του αγωγιάτη, ήσουν πολύ θλιμμένος. Ίδιος ένας μεγαλοπαρασκευϊάτικος Χριστός.» (Τα Ελληνικά, σελ. 61)

Όπως έγραψε και δεκάδες άλλες αναφορές στον Ιησού. Ειδικά στο κεφάλαιο Νέκυια της Γκέμμας...

Αυτά όμως τα γνωρίζουν όλοι όσοι ενδιαφέρονται για το Λιαντίνη. Κι ο καθένας μπορεί να τα βρει στα βιβλία του. Εμείς σήμερα, μέρα που είναι, θα σας προσφέρουμε ένα ανέκδοτο κείμενο του Δασκάλου. Είναι μια έκθεση μαθητική που μετρά μισό αιώνα... Τότε που ο νεαρός Δημήτρης Νικολακάκος και μετέπειτα πανεπιστημιακός δάσκαλος Λιαντίνης, φοιτούσε στο γυμνάσιο.

Παραθέτουμε εδώ μόνο την πρώτη σελίδα του χειρογράφου που μας απέστειλε η σύζυγός του κ. Νικολίτσα Γεωργοπούλου - Λιαντίνη και την οποία ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την τεράστια αγάπη της και τη στήριξή της στις βιβλιογραφικές μας μελέτες στο έργο του μεγάλου στοχαστή Δημήτρη Λιαντίνη.

Για να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο της έκθεσης του Δημήτρη Λιαντίνη, κάντε κλικ στην εικόνα του παραπάνω εγγράφου.

Ο Ναζωραίος αποτέλεσε μεγάλο σημείο αναφοράς για το Λιαντίνη όπως γράψαμε και παραπάνω. Κι αξίζει κανείς να κάνει ιδιαίτερη μελέτη γύρω από τη σχέση του Λιαντίνη με τον Ιησού. Θυμίζουμε ότι ανάλογη μαθητική του έκθεση είχαμε δημοσιεύσει και τα Χριστούγεννα.

Γέννηση, θάνατος... Δυο έννοιες που κράτησαν το Λιαντίνη σε επίμονη αναζήτηση ολοζωής. Σήμερα όμως οι άνθρωποι γιορτάζουν την ανάσταση κι εμείς που δε συμμεριζόμαστε πίστες θρησκευτικές σε μετά θάνατο ζωή, δηλώνοντας το σεβασμό μας και μόνο προς τη παράδοση του λαού μας να χαίρεται και να γιορτάζει τη μέρα τούτη, ευχόμαστε σε όλους Χρόνια Πολλά.

Εξάλλου και ο ίδιος ο Δάσκαλος τιμούσε και γιόρταζε τις μέρες αυτές. Ιδιαίτερα θα θυμίσουμε εκείνο το μακρινό Πάσχα των φοιτητικών του χρόνων που βρέθηκε με την παρέα των συμφοιτητών και φίλων του στην Κωνσταντινούπολη. Αναφορές σχετικές μπορεί κανείς να βρει στο βιβλίο του στενού του φίλου, Βασίλη Αναγνωστόπουλου, "Καπέλα στο Πέλαγος":

"Πάσχα στην Κωνσταντινούπολη με επίσκεψη στον Πατριάρχη και στα Πριγκιπόνησα. Δώδεκα μέρες με 1200 δρχ. Δηλώσεις συμμετοχής στον Γιάννη Παπαδημητρίου."

Έτσι ανέφερε η ανακοίνωση στη σχολή, στη Φιλοσοφική της Αθήνας, εκείνο το Φλεβάρη του 1963...

"Τι λες; Το αποφασίζουμε; Είναι ευκαιρία.
Εγώ δε μίλησα. Έμεινα σκεφτικός.
Έλα, μην το σκέφτεσαι πολύ, συνέχισε ο Μίμης.
Θα βρεθεί κάποιος τρόπος και θα εξοικονομήσουμε τα χρήματα....

Γρήγορα συνήλθαμε και τ' αφήσαμε το ζήτημα για άλλη μέρα. Ο Μίμης ήταν επίμονος και πειστικός όταν επεδίωκε κάτι. Έτσι ήξερα. Θα επανέλθει. ..."

Βασίλης Αναγνωστόπουλος, ό.π., σελ. 300 - 301

Και φυσικά επανήλθε. Γιατί έτσι ήταν ο Μίμης... ο Δημήτρης Λιαντίνης δηλαδή, που τότε Μίμη τον φώναζαν οι φίλοι του. Η λύση για τα χρήματα βρέθηκε μέσω των αδερφών του καθενός τους και το ταξίδι στην Πόλη πραγματοποιήθηκε.

Από εκείνο το Πάσχα και η ακόλουθη ανέκδοτη φωτογραφία των δύο φίλων, προσφορά και πάλι της κ. Λιαντίνη:


Ο Λιαντίνης κοιτάει μπροστά... Ο φίλος κοιτάει το Λιαντίνη. Ίδια ακόμη τον "κοιτά" αλλά και διαμαρτύρεται:


"Μισώ τον Εμπεδοκλή, τον Ακραγαντίνο
που βάφτισε το θάνατό του στη λάβα της Αίτνας.
Και τον Οιδίποδα μισώ, τον Αθηναίο,
που αυτοθέλητα κι αυτός,
έτσι τυφλός,
αγωνίστηκε στις χαράδρες του Κιθαιρώνα.

Τους μισώ
κι όσο ζω η καρδιά μου θα κλαίει
γιατί στάθηκαν μοιραίοι
στην απόφαση του φίλου μου
να χαράξει το δικό του "ορειπορικό",
τη δική του ανάβαση στον Ταΰγετο.

Α, υμνημένο και θείο βουνό!
Πώς μπορώ να σ' αντικρίζω
και να μη σπαράζει η ψυχή μου;

Το βλέμμα μας πληγωμένο ελάφι
βολοδέρνει στις πλάνες ρωγμές σου,
στη νεφέλη της βαριάς αναπνοής σου!"


Βασίλης Αναγνωστόπουλος (Καπέλα στο Πέλαγος, σελ. 302)


Έτσι μιλάνε όσοι γνώρισαν το Λιαντίνη και μοιράστηκαν μαζί του το πνευματικό του μεγαλείο. Φρόνιμα και μετρημένα και με λύπη. Κι αξίζει κανείς να λαμβάνει υπόψη πολύ σοβαρά την άποψή τους. Όσο και αν θαυμάζει το Λιαντίνη και όσο και αν πολεμά να δεχτεί τη δική του απόφαση να φύγει τόσο γρήγορα από κοντά μας.

Δέκα χρόνια από τότε και το αίνιγμα εξακολουθεί να μας βασανίζει. Και απαντήσεις εύκολες δεν υπάρχουν ακόμη... Σήμερα όμως, μέρα που είναι, δεν μπορούμε να μην τον θυμόμαστε. Και να μη του στέλνουμε την αγάπη μας. Με σεβασμό και ευγνωμοσύνη για όσα μας πρόσφερε. Με όσα μας δίδαξε όταν τον είχαμε κοντά μας και με όσα μας έβγαλε σε στράτα ατέλειωτη να ψάχνουμε από τη μέρα που έφυγε.

Κι από την παλιά μαθητική του έκθεση διαλέγουμε ως επίλογο:

"Ο νους του ανθρώπου σταματά και η όρασίς του τυφλωμένη δεν δύναται να ιδεί καθαρά τον φαεινόν αυτόν σταθμόν, όστις απαυγάζει του βίου του και επιλάμπει περισσότερον, από κάθε άλλη πράξιν εις τας (αφθάστους) σελίδας της ιστορίας του."

Ποιος ξέρει; Ίσως κάποτε να δούμε καθαρά... Χωρίς να τυφλώνονται τα μάτια μας. Και να βρούμε τις μεγάλες αλήθειες του που τόσο αντιστέκονται στην έρευνά μας. Ως τότε μας μένει να αναζητούμε σε κάθε νέο στοιχείο απαντήσεις στο μεγάλο αίνιγμα...

Μόνο έτσι ελπίζουμε πως θα έρθει η μέρα να πούμε κι εμείς:


"Καθαρό τον έχουμε το Λιαντίνη μέσα μας!"

_________

  • Η φράση "Καθαρό τον έχω το Χριστούλη μέσα μου" είναι από το βίντεο της τελευταίας διδασκαλίας του Λιαντίνη στο Μαράσλειο που μπορείτε να το δείτε στο blog ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ - ΒΙΝΤΕΟΘΗΚΗ.

ΜΑΘΗΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΛΙΑΝΤΙΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ



"Ίνα λάμψη το χρυσό φως της αληθείας"


Μια μαθητική έκθεση του Δημήτρη Λιαντίνη λάβαμε σήμερα από τη σύζυγό του ως δώρο χριστουγεννιάτικο. Μας συγκίνησε ιδιαίτερα αυτή η τρυφερή κίνηση. Πολλά έχουμε ως τώρα διαβάσει από το χέρι του. Είναι όμως η πρώτη φορά που έχουμε μπρος μας ένα μαθητικό του κείμενο. Δάσκαλοι κι εμείς, καταλαβαίνετε ότι σκύψαμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο γραπτό του.

Πιότερο από κάθε άλλη φορά μπορέσαμε να προσεγγίσουμε την τρυφερή ψυχούλα του δεκατετράχρονου τότε παιδιού, που εμείς μόνο ως ενήλικα και περασμένο από καιρό από το μεσοστράτι της ζωής προλάβαμε να γνωρίσουμε. Α, δεν μπορείτε να καταλάβετε τι σημαίνει αυτό το δώρο για μας. Πόσα μας αποκαλύφθηκαν για τον μετέπειτα σπουδαίο άντρα, συγγραφέα και στοχαστή. Ποιους πρώιμους σπόρους των σκέψεων και των συναισθημάτων του συλλέξαμε με ευλάβεια για το ερμάρι με τους κώδικες που ελπίζουμε κάποτε να ξεκλειδώσουν το μεγάλο αίνιγμα που μας άφησε...

Θέλουμε για τούτο να εκφράσουμε βαθύτατο το ευχαριστώ μας προς την κυρία Νικολίτσα Γεωργοπούλου Λιαντίνη. Καλύτερο δώρο δε θα μπορούσε να μας κάμει. Και δανειζόμενοι τις εκφράσεις του μαθητή Δημητρίου Νικολακάκου της ευχόμαστε:

Να δεχθεί την αυριανή μέρα με ευτυχία διασπαρμένη στην ψυχή και το μειδίαμα ζωγραφισμένο στα χείλη.
Και εξ ιδίων:

Χαρές μονάχα να χτυπούν την πόρτα της και δύναμη η ζωή να της χαρίζει για να φέρει εις πέρας το επίπονο και σπουδαίο έργο της.

Για την ίδια, την αγαπημένη μας Διοτίμα και το γλυκύτατο Μυρτιλλάκι, κρατάμε στην καρδιά μας θέση εξαιρετική και από κει τες στέλνουμε τις καλύτερες ευχές μας για τις μέρες αυτές.
_______________

Τίτλος της έκθεσης: "Χριστός Γεννάται". Γράφτηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 1956, στις Κροκεές. Θυμίζουμε ότι εκεί ο Δημήτρης Λιαντίνης, και τότε Δημήτριος Νικολακάκος, παρακολούθησε τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου.

Η γλώσσα εκείνη την εποχή ήταν υποχρεωτικά η απλή καθαρεύουσα. Τη γνώμη του μετέπειτα φιλολόγου Δημήτρη Λιαντίνη τη γνωρίζουμε για το θέμα αυτό. Η μαθητική του έκθεση μάς δίνει την ευκαιρία να διαπιστώσουμε και μερικά από τα βιώματα που διαμόρφωσαν αργότερα την επιστημονική του θέση.

Πίσω από τις γραμμές ανιχνεύουμε πλούσια σκέψη και υπερχειλίζον συναίσθημα που αγωνιά να εύρει διέξοδο μέσα από τους αυστηρούς μορφικούς τύπους. Τα λάθη αναπόφευκτα. Δε θελήσαμε να διορθώσουμε κανένα. Με ποιο δικαίωμα άλλωστε; Εξάλλου στο χειρόγραφο που θα παραθέσουμε θα δείτε με το γνωστό ερυθρό χρώμα τις διορθώσεις του δικού του καθηγητή. Εμείς όμως μπροστά στο Λιαντίνη, ακόμη και στο παιδί των δεκατεσσάρων ετών, νιώθουμε μαθητές του και τίποτε άλλο. Και με αυτό το δέος σας παρουσιάζουμε το κείμενο, ελπίζοντας να αποφύγαμε λάθη κατά τη μεταφορά του κειμένου από το χειρόγραφο.

Το κείμενο όπως θα διαπιστώσετε μοσχοβολά αγάπη στον άνθρωπο και προσήλωση στα ιδανικά που αφιέρωσε τη ζωή του. Το εντυπωσιακό στην παιδική του αυτή έκθεση είναι η αναφορά στο σκότος και στο φως με τέτοιο μάλιστα τρόπο που να επιρρώνεται θαυμαστά μια από τις τελευταίες του φράσεις:

"Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου"

Παράλληλα διακρίνουμε την αγωνία του για την αρετή να κάνει τα πρώτα της βήματα και να προσπαθεί να βρει απαντήσεις σε όσα μέχρι τότε του έχουν μαθημένα. Αχ, πόσο μέσα μας βροντοφωνάζει τούτη η έκθεση την κατοπινή του γοερή κραυγή ενάντια στις θρησκείες... Και όσα σχετικά μας έχει ειπωμένα.

Κι άλλο τόσο βλέπουμε εκείνο το "δε δίνω σε κανένα σας το δικαίωμα να πει πως είναι καλύτερος χριστιανός από μένα, αλλά εγώ τον έχω καθαρό το Χριστούλη μέσα μου." Καθαρό σαν και το Χριστούλη που περίμενε να γεννηθεί εκείνα τα Χριστούγεννα του 56.. Μισό αιώνα πριν. Για να σώσει τον κόσμο! Και δείτε πώς... Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο μαθητάκος του τότε αποφάσισε λίγα χρόνια αργότερα να πράξει ο ίδιος... Α, δε θα σας χαλάσω την έκπληξη. Καλύτερα να τα διαβάσετε μόνοι σας από το πρωτότυπο.

Και με το μειδίαμα ζωγραφισμένο στα χείλη και την ευτυχία σπαρμένη στην ψυχή σας...


Έκθεσις 5η


Εν Κροκεαίς τη 12 – Δεκεμβρίου 1956


«Χριστός γενάται»


Ανατρέχοντες εις την πολυκύμαντον και πολυποίκιλον ιστορίαν της παγκοσμιότητος, θα εύρωμεν μεγάλης και κοσμοϊστορικής σημασίας σταθμούς, οίτινες επέρδασαν λείαν επ’ αυτήν και προεκάλεσαν γεγονότα άξια προσοχής με σειμειώσεως.

Πας εις δε, κατά το ύψος της των διανοητικών γνώσεών του, θεωρεί άλλους μεν εκ της μεγαλυτέρας σημασίας, άλλους δε μικροτέρας. Εκείνος όμως που εν ταις διανοίαις όλων θεωρείται μεγαλυτέρας από πάσης απόψεως και άπαντες κλίνομεν ευλαβώς το γόνυ μας ενωπίον του, είναι η γέννησις του Σωτήρος ημών, Χριστού.

Είναι το μεγάλο γεγονός που επέφερε πραγματικήν αναστάτωσιν και ήλλαξε κυριολεκεικώς τον ρουν της ιστορίας. Η επίτευξις της εφέσεως των τότε ανθρώπων. Η άφιξις του θεανθρώπου η εν αδημονία ανεμένετο.
Απ’ την φάτνην ην εγεννήθη διεσπάρη εις στα πέρατα της οικουμένης το γλυκύ φως της σωτηρίας και της ελπίδος.

Γεννηθείς εν σπηλαίω, ουχί δ’ εν πολυτελεστάτω λίκνω που ανεμένετο το ερεβώδες σκότος της νυκτός ανετκατεστάθη δια απλέτου ουρανίου φωτός. Άγγελοι δε κατερχόμενοι εκ του ουρανού ήδων το λαμπερό γεγονός την μεγάλην παλιγγενεσία των ανθρώπων. Ουρανός και γη ηγάλλετο.

Μόνον οι άνθρωποι οι μικροί και τιποτένοι ενώπιον του ασυγρίτου μεγαλείου της φύσεως, κατεπλάγησαν και επτοήθησαν, αγνοούντες το μέγα γεγονός.

Ήρχετο στο κόσμον ο μονογενής υιός του θεού ίνα σώση τους ανθρώπους απ’ τον βόρβορον της αμαρτίας και χαρίση εν αυτοίς την αιωνίαν ευτυχίαν η ίπτατο λείαν μακρυά αυτών εν μεγάλη απόσταση απ’ αυτούς, οίτινες περιβαλλομένοι στους πλοκάμους του εωσφόρου είχον επιπέσει στην απύθμενον άβυσσον της αμαρτίας και εξαθλιώσεως.

Κατεβάς δε ο πολυεύσπλαχνος θεάνθρωπος ίνα σώση αυτούς, διδάσκων την αλήθειαν και νουθετών αυτούς, ίνα επιστρέψουν στην οδόν της ευτυχίας, εδέχθη αγγογύστως και μειδιών να ανέλθη στας ανώτατας βαθμίδας της εξαθλιώσεως και του μαρτυρίου, εν τέλει ίνα λάμψη το χρυσό φως της αληθείας και ίνα βασιλεύση στη γη η ευημερία.

Είναι πλέον μεγίστη η σημασία της ημέρας ην αφίχθη ο Χριστός εις τον κόσμον και έτι μεγαλύτερος ο ιερός σκοπός της. Πάντες δε οι άνθρωποι γιγνώσκοντες την μεγάλην της αξία, την θεωρούν ως μία εκ των μεγαλυτέρων θρησκευτικών εορτών και εορτάζεται λαμπρώς. Προ ημερών προετοιμάζονται ίνα τους δεχθή με την ευτυχίαν διεσπαρμένην στην ψυχήν και το μειδίαμα ζωγραφισμένο στα χείλη.



___________________________________

22/2/2010 ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αναδημοσίευση από το blog ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ - ημερομηνία αρχικής ανάρτησης: 24/12/2007

Ο Λιαντίνης για τον Εμπειρίκο




ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΚΤΑΝΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ


Jaculari m. (χύνεις σκ.)

Σολωμός




1. Συμποσίαρχοι και συνδαιτημόνες,

ο Εμπειρίκος είναι η αφορμή. Η αιτία όμως και ο σκοπός είναι ο έρωτας. Να μιλήσουμε λοιπόν σεμνά και με ευλάβεια. Για να μην τον ατιμάσουμε τον έρωτα και μας τυφλώσει, όπως εκινδύνεψε να τυφλωθεί ο Σωκράτης. Ο σοφός Σωκράτης, όταν εμίλησε κι εκείνος για τον έρωτα με τον ωραίο Φαίδρο. Εδώ λίγο πιο κάτω από μας. Στη ρίζα του Αρδηττού λόφου και στην κοίτη του Ιλισού ποταμού.

Ο έρωτας, λοιπόν, είναι η γνώση. Ο έρωτας είναι ο πόλεμος. Ο έρωτας είναι ο θάνατος. Ο έρωτας είναι η θεοτικιά στέρηση και η ουράνια πλησμονή.

Πως ο έρωτας είναι γνώση, μας το είπε ο συγγραφέας της Γένεσης. Όταν ιστόρησε το πρώτο σμίξιμο του άντρα και της γυναίκας. "Αδάμ δε έγνω την γυναίκα αυτού και συλλαβούσα έτεκε τον Κάιν." Ο Αδάμ εγνώρισε την Εύα, τη γυναίκα του, και έμεινε έγγυος και γέννησε τον Κάιν. Η πρόταση αυτή σημαίνει απλά ότι η βίωση του έρωτα είναι ένα φαινόμενο άπειρο. Ποτέ ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει να φθάσει στην άκρη του. Γιατί η γνώση δεν έχει τέλος.

Πως ο έρωτας είναι πόλεμος μας το είπε ο Ηράκλειτος. Είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων. Αυτός γεννάει τον άνθρωπο και τα φυτά και τα ζώα με τη σύμπληξη της γενετήσιας γλύκας. Αλλά αυτός γεννάει τους γαλαξίες και τους αστέρες με την πάλη ανάμεσα στις ηλεκτρομαγνητικές και τις βαρυτικές δυνάμεις.

Πως ο έρωτας είναι θάνατος, μας το είπε ο Φρόυντ. Ολόκληρο το σύμπαν είναι μια άσπονδη διαλεκτική ανάμεσα στην ηδονή της ζωής, τη libido, και την ορμή για θάνατο, το Todestrieb.

Πως ο έρωτας είναι Πενία και Πόρος μας το είπε ο Πλάτων. Είναι η πιο ευγενική στέρηση και ζήτηση. Και μη χρησιμοποιείτε παρακαλώ, τη χυδαία και βλακώδη έκφραση "σεξουαλική πείνα". Και από την άλλη ο έρωτας είναι το ωκεάνειο συναίσθημα της κένωσης και της πλησμονής. Είναι η συμπαντική ευδαιμονία, που μας γεννάει πρόσκαιρα το ιλιγγιώδες βίωμα του αποκεφαλισμού.

Αυτά για την ύλη του φαινομένου, για να προχωρήσουμε τώρα στη μορφή.

2. Στα ελληνικά γράμματα ο Εμπειρίκος έχει κατακτήσει μια παγκόσμια πρώτη. Πρόκειται για τη Δεδηλωμένη ότι εξερεύνησε την άγνωστη ήπειρο της γλώσσας, αναφορικά με την ερωτική και τη γενετήσια πολιτεία μας.

Στα κείμενα του Εμπειρίκου προκειμένου να ιστορηθεί ο έρωτας ευρήκανε θέση όλα τα σημεία και όλα τα τέρατα της φωνής μας. Οι λέξεις οι απαγορευμένες, οι χυδαίες και οι πρόστυχες. Τα ανομολόγητα λόγια της φυλακής του σκότους και του λοιμοκαθαρτηρίου. Οι ήχοι της ενοχής, της ατιμίας, της δημόσιας διαπόμπεψης. Όλα τα έντρομα αναφυλλητά μας, και όλα τα θανατηφόρα μουγγρίσματα.

Δίκαια λοιπόν για την ερωτική μας γλώσσα ο Ανδρέας Εμπειρίκος είναι ο άλλος Ερρίκος Στέφανος. Στο δικό του Λεξικό αποθησαύρισε ολόκληρο τον πλούτο της Ουράνιας και της Πάνδημης ελληνικής Αφροδίτης.

Κανένας άλλος έλληνας, αν εξαιρέσουμε βέβαια το Σολωμό ετούτο το αχώρητο και το ασύνορο εκτόπισμα της ποίησης και της ζωής μας, δεν ημπορεί να αξιώσει για τον εαυτό του την τιμή και την τόλμη ότι πρώτος εδιανοήθηκε και πρώτος μεταχειρίσθηκε την πίσω μεριά της σελήνης και την άλλη όψη του κεραυνού της γλώσσας μας, προκειμένου να μιλήσει για την "παλίμψηστη λιβιδώ και για τη Σαλμακίδα κοίτη", όπως θα 'λεγε ο Σεφέρης.

Και αυτή είναι η μεγάλη εφεύρεση του Εμπειρίκου. Μια ανακάλυψη πρώτης ποιότητας και πρώτης τάξης. Έτσι, στη δουλειά του και με τα όπλα του ο Εμπειρίκος στέκεται δίπλα στους κορυφαίους εφευρέτες της ιστορίας μας: Ηράκλειτος, Αισχύλος, Επίκουρος, Πλάτων, Σολωμός, Καβάφης, Δημόκριτος, Σωκράτης, Ευκλείδης, Αριστοτέλης, Εμπειρίκος.

Το προνόμιο του εφευρέτη, λοιπόν, είναι το πρώτο του μετάλλιο. Και το δεύτερο είναι ο τίτλος του καθαρού.

Είναι δύσκολο να αναλογισθούμε πόση λευκότητα και αγνισμό στοχασμού πρέπει να 'χει κατακτήσει μια ύπαρξη, για να μπορέσει με την αθωότητα του παιδιού να ξεδιπλώσει στο φως εκείνο το ανομολόγητο κομμάτι της ψυχής μας που δισεκατομμύρια άνθρωποι το κράτησαν ολοζωής ερμητικά κλεισμένο μέσα τους, και πεθαίνοντας το πήρανε αιώνιο μυστικό στον τάφο μαζί με το σκοτάδι και τη δυσωδία του νεκρού τους.

Μιλάμε για ένα ποιό καθαρότητας που δεν θα το συναντήσουμε πουθενά. Τι Εντελβάις στις Άλπεις, τι βάθη των βυθών, τι πάλλευκοι πόλοι! Εικασία και εικόνα αυτής της αγνότητας θα λάβουμε μόνο, όταν σηκώσουμε τα μάτια στον ουρανό και κοιτάξουμε τον κυανόλευκο Βέγα καταμεσίς στον αστερισμό της Λύρας.

Ο Εμπειρίκος με την ποίηση που μας άφηκε, μας άφηκε σύγκαιρα το μεγάλο εφευρέτη και τον αγνό άνθρωπο.

3. Αυτά ως την Οκτάνα. Αλλά με το Μέγα Ανατολικό τα πράγματα αλλάζουν. Γιατί τώρα συντελείται μια κατεβασιά στη φθορά που δεν έχει προηγούμενο. Παρακολουθούμε, θα ΄λεγα, τον ξεπεσμό από την χορτοφαγική και την υγιά στην κρεωφαγική και στη φλεγμαίνουσα πόλη του Πλάτωνα. Συμφορά και τρομάρα.

Γιατί ο Μέγας Ανατολικός και οι δυόμισυ χιλιάδες σελίδες του σαν γλώσσα, που σημαίνει και σαν περιεχόμενο, είναι η τούνδρα και η στέπα, και η σαβάνα. Έρημος της Αραβίας, και έρημος Σαχάρα και έρημος σελήνη. Είναι το άδενδρο και το άνυδρο, το άγονο και το άφτουρο της γης, της γλώσσας, της ψυχής μας.

Ο Μέγας Ανατολικός δεν είναι πια αποκάλυψη, αλλά επανάληψη. Δεν είναι νόστιμη τροφή, αλλά μυρηκασμός και εμέσματα. Όχι έκπληξη και μάγεμα, παρά νυστάλα και ναυτία. Ω της μουραχαυλίασης!

Εκείνοι που μας είπαν σκυλεύοντας το το Φρόυντ και κανιβαλίζοντας την βαθυψυχολογία πως πρόκειται για ποίηση προφητική και πρωτοπόρα είναι οι βιαστικοί και οι επιπόλαιοι. Κι όσο θα εμμένουν στην εμμονή τους τόσο ο χρόνος θα τους καταγγέλνει αδιάβαγους και ακαλαίσθητους και ιστορικά σκυλόσιτους.

Τι μας λέει ο Μέγας Ανατολικός; Μας μιλά τάχα και μας φωτίζει για τις κτηνοβασίες και τις σκυλογαμεύσεις; Αλλά αυτά είναι τέχνες και τεχνικές αρχαίες. Για ανοίξτε, σας παρακαλώ, την Παλαιά Διαθήκη στο Λευιτικό και στο Βασιλειών Β'.

Μας μιλά τάχα για αιμομιξίες και μηροσυμπλέγματα αδελφής και μάνας και πατέρα και γιου; Αλλά αυτά είναι τέχνες και τεχνικές αρχαίες. Για ακούστε, σας παρακαλώ, το Λωτ με τις θυγατέρες του, και την αττική τραγωδία στα θέατρα. Και τον πάπα Καίσαρα Βοργία στο Βατικανό.

Μας μιλά τάχα για αρσενοκοίτες και γλουτολαγνουργούς; Τέχνες και τεχνικές αρχαίες. Για γυρίστε, σας παρακαλώ, στον Πλάτωνα και στον Πίνδαρο και στο Θουκυδίδη και στο Φειδία.

Μας μιλά τάχα για λεσβίδες και φαινομηρίδες και σαλμακίδες; Τέχνες και τεχνικές αρχαίες. Για πηγαίνετε να ζητήσετε, σας παρακαλώ, την ηρωίδα Σαπφώ στο σπίτι της στη Λέσβο;

Μας μιλά τάχα για κοπρολαγνείες και κοπροφαγίες; Τέχνες και τεχνικές αρχαίες. Για επισκεφθείτε, σας παρακαλώ, το μαρκήσιο ντε Σαντ στη φυλακή του, την εποχή που έπεφτε η Βαστίλλη.

4. Ο Εμπειρίκος πέθανε προτού εκδοθεί ο Μέγας Ανατολικός του. Μακάρι να χαν λείψει μαζί του και οι κληρονόμοι. Οι εκδότες, οι επιμελητές του βιβλίου. Και το χειρόγραφο από κάποια τύχη αγαθή να 'χε αφανιστεί στη λησμονιά και στο χαμό.

Έτσι θα 'χαμε γλυτώσει από τούτη τη συμφορά και τη λεηλασία της ποίησης. Και ο Εμπειρίκος, αυτός ο εφευρέτης και ο αγνός, θα 'χε σώσει αλώβητη μέσα στο χρόνο την ποιητική του εικόνα.

Δυστυχώς όμως, οι συρμοί της εποχής μας σέρνουν αλλού. Σε κείνο το τέρμα, που με γεωμετρική αναγκαιότητα πια η οδηγία του Μέγα Ανατολικού οδηγεί την κοινωνία μας: στα βιντεοπορνό της μεταμεσονύκτιας αγυρτείας των ιδιωτικών τηλεοσταθμών. Στους σατανιστές. Και στους παιδοκτόνους αιμομίκτες της Ερμιόνης.

Ο Μέγας Ανατολικός είναι το σημείο του καιρού. Κι εμείς είμαστε οι αλλοίθωροι σιδεροντορήδες που τραβάμε το κάρρο του.

Βρε ουστ!

5. Γιατί η ποίηση του έρωτα δεν είναι καυλοομφαλοσκοπία. Αλλά είναι το σπάνιο πτηνό και το σπάνιο άνθος. Δύο στίχοι της δικάνε για να αποσβολώσουν εβδομήντα τόμους Μέγα Ανατολικό.

Δέδυκεν α σελάνα, μέσαι δε νύκτες,
παρά δ' έρχεται ώρα, έγω δε μόνα καθεύδω


τραγουδεί η Σαπφώ.

Η ποίηση του έρωτα λύνει τα γόνατά μας, και κάνει να καίουνται τα σπλάχνα και τα στοιχεία.

Ένθα δε δη αγών έσχατος πρόκειται τη ψυχή,

τραγουδεί ο Πλάτων.

Η ποίηση του έρωτα είναι σεισμός στο χωριό μας, γαρύφαλλο και Μάης στο παραθύρι μας, κι ένα βαθύ "ευχαριστώ" στο σύμπαν.

Για δέστε το μαργιόλικο και το μαργιολεμένο
πώς βάζει το φεσάκι του σα να 'ναι μεθυσμένο,
Κείνο κρασί δεν έπινε, ρακί για να μεθύσει.
Η αγάπη το βαλάντωσε.


τραγουδεί ο λαός μας.

Η ποίηση του έρωτα ξεδιπλώνει τη στιγμή σε αιώνα. Και στήνει κατά Γαβαών δαδούχο και ήλιο το νυκτέλιο Διόνυσο και τα όργιά του.

Της ηδονής μια νύχτα ή ένα πρωί της φεγγερό

τραγουδεί ο Καβάφης.

Η ποίηση του έρωτα καρατομεί τη ζωή μας με τη μουσική της πανδούρας και του άσκαυλου. Και μας κατασταίνει να περπατάμε έξυπνοι κοιμισμένοι. Στο καταχείμωνο την άνοιξη. Και με το φως του άστρου.

Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη
την απιθώνω με χαρά κι ήτανε πεθαμένη,

τραγουδεί ο Σολωμός.

_______

Σημείωση:

Η ομιλία αυτή εκφωνήθηκε στο Συμπόσιο "Ευρωπαϊκός Υπερρεαλισμός - Ελληνικός Υπερρεαλισμός", που έγινε στην Αθήνα, στις 18 - 20 Μαΐου 1994.

Ο Δημήτρης Λιαντίνης μίλησε την Πέμπτη, 19 Μαΐου 1994, δέκατος και τελευταίος ομιλητής της πρωινής παρουσίασης.

Όπως διαβάζουμε σε σχετικά έγγραφα, το πρόγραμμα του Συμποσίου ήταν πολύ φορτωμένο, 15 ανακοινώσεις κάθε μέρα και 45 συνολικά. Ο χρόνος της ομιλίας για το λόγο αυτό ήταν αυστηρά καθορισμένος στα 20 λεπτά. Αν παραβαίνανε το χρόνο, ο πρόεδρος ήταν εξουσιοδοτημένος να τους διακόψει!

Το Συμπόσιο άρχισε τις εργασίες του στο Ίδρυμα Γουλανδρή - Χορν (Μ. Αυρηλίου 8, Πλάκα) και τις έκλεισε στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών (Πανεπιστημίου 30, Παλαιό Αμφιθέατρο Ιατρικής Σχολής)

Στο συμπόσιο έλαβαν μέρος σύνεδροι και από την Ελλάδα και από το εξωτερικό. Τη διοργάνωση είχε ο Όμιλος Μελέτης Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Μελών ΔΕΠ του Πανεπιστημίου Αθηνών υπό την προεδρία του καθηγητή Κ. Μητσάκη.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες στο πρόγραμμα, τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του συμποσίου είχαν προγραμματιστεί να εκδοθούν τα Χριστούγεννα του 1994.


___________________



ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ

  1. ΕΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ (2001)

___________________

  • Την εισήγηση του Δημήτρη Λιαντίνη μας έδωσε η σύζυγός του, κ. Νικολίτσα Γεωργοπούλου - Λιαντίνη, την οποία και ευχαριστούμε.

Έλληνες θα ειπεί...






Να μαζεύονται οι φίλοι, να πίνουν κρασί και να τραγουδάνε...

Προβολές σελίδων τον προηγούμενο μήνα